Ο Απόλλων και η Άρτεμις, με όμορφα αλλά βλοσυρά πρόσωπα, έριχναν χρυσά και ασημένια βέλη στις καρδιές των δεκατεσσάρων παιδιών της Νιόβης. Η Κασσιόπη θρηνούσε καθώς το θαλάσσιο τέρας του Ποσειδώνα ερχόταν να πάρει την κόρη της, την Ανδρομέδα. Ο Ακταίων, με μορφή ελαφιού, έφευγε τρέχοντας πριν τον καταβροχθίσουν τα ίδια του τα κυνηγόσκυλα. Κάθε παράσταση, το ήξερα, ήταν μια προειδοποίηση για την αδελφή μου.
Η Αράχνη δεν σκιάχτηκε από την προειδοποίηση της θεάς ή ίσως την είδε σαν πρόκληση. Καθώς το υφαντό της άρχισε να παίρνει μορφή, έβλεπα παραστάσεις με θεούς που κοροϊδεύαν ή κακοποιούσαν θνητούς. Είδα εκείνες τις κακόμοιρες γυναίκες που είχε βάλει στο μάτι ο Δίας να ζωντανεύουν από τα χέρια της. Η ντροπή και ο πόνος της Ευρώπης, της Ιούς, της Λήδας, της Αλκμήνης αποτυπώνονταν στο ύφασμα και όλοι μπορούσαν να τα δουν.
Όταν η Αράχνη τέλειωσε και άφησε τον αργαλειό της, το πλήθος αναστέναξε με θαυμασμό. Ήταν η καλύτερη δουλειά της Αράχνης, ότι πιο υπέροχο είχαν δει ποτέ, ένα πραγματικό θαύμα. Η Αθηνά κράτησε το υφαντό της Αράχνης στο χέρι της και έσκυψε το κεφάλι. Κράτησα την αναπνοή μου. Θα την χάσω, σκέφτηκα. Τελικά, η Αθηνά μίλησε.
«Αυτό είναι για το θράσος σου» είπε απαλά, σκίζοντας το υφαντό της αδελφής μου σε μικρά κομμάτια. Ράντισε την Αράχνη με μερικές σταγόνες από ένα υγρό. «Και αυτό είναι για την ύβρη σου».
Η Αράχνη ούρλιαξε, διπλωμένη από τον πόνο. Έτρεξα και στάθηκα ανήμπορη δίπλα της. Δάκρυα απόγνωσης χάραξαν τα μάγουλα μου, καθώς το πρόσωπό της έγινε μαύρο και πόδια τέρατος ξεπήδησαν από το σώμα της. Ούρλιαξε και ούρλιαξε ξανά, έως ότου η φωνή της ξαφνικά εξαφανίστηκε. Έσκυψα και πήρα απαλά στα χέρια μου την αράχνη που κάποτε ήταν η αδελφή μου. Γύρισα και κοίταξα την Αθηνά στα μάτια, μέσα από τα δάκρυά μου.
«Είσαι ένα τέρας» είπα με αναφιλητά. «Σε μισώ, σε μισώ».
Έφτυσα στα πόδια της θεάς, η θλίψη νίκησε την περίσκεψη και την ευλάβεια που έδειχνα σε όλη την ζωή μου. Έκλεισα τα μάτια μου και ετοιμάστηκα να πεθάνω. Άκουσα αμυδρά μια φωνή να ικετεύει την Αθηνά. Ήταν η νύμφη με την οποία μοιραστήκαμε τα καραμελωμένα σύκα μου. Παρακάλεσε την Αθηνά να μου χαρίσει τη ζωή, να σκεφτεί την αγωνία μου. Η Αθηνά την διέταξε απότομα να παραμερίσει. Έσκυψα το κεφάλι, περιμένοντας το δόρυ της Αθηνάς να μου τρυπήσει την καρδιά.
Ο πόνος ήλθε απαλά, σαν ανατριχίλα, όχι σαν χτύπημα. Στέναξα και έκλαψα, έσφιξα τα χέρια στα πλευρά μου, και κουλουριάστηκα μέχρι που βρέθηκα στην παλάμη της νύμφης, όπως η αδελφή μου βρέθηκε στην δική μου.
«Η Αθηνά έδειξε έλεος» ψιθύρισε η νύμφη, ακουμπώντας με σε ένα λουλούδι. «Αντί να σου πάρει η ίδια την ζωή, την χάρισε σε μένα. Σε έβαλε στην υπηρεσία μου».
Βούισα με τα φτερά μου και στρώθηκα στην δουλειά, πετώντας αδέξια από λουλούδι σε λουλούδι, ψάχνοντας για νέκταρ. Ένιωσα μια παράξενη ανακούφιση γνωρίζοντας ότι θα μοιραστώ τη μοίρα της αδελφής μου. Όμως, το όνομα της Αράχνης θα γινόταν θρύλος, το δικό μου θα χανόταν. Αυτή θα ήταν η ανταμοιβή της ταπεινότητας μου. Αποφάσισα να πάρω ένα νέο όνομα, αυτό της νύμφης που με έσωσε.
Ονομάστηκα Μέλισσα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η Αράχνη και η Μέλισσα δημοσιεύτηκε αρχικά στα Φτερωτά Λόγια, τον Φεβρουάριο του 2018. Πρόκειται για μια μεταφορά του κλασικού μύθου όπου η υφάντρα Αράχνη χάνει την ανθρώπινη υπόστασή της. Η συγγραφέας πρόσθεσε έναν νέο χαρακτήρα, την αδελφή της Αράχνης, με όνομα και χαρακτηριστικά που επίσης παραπέμπουν σε έντομο.
Blind Ambition
“I beg your pardon?”
Calliope looked down her nose at the handsome young man before her, studying him as she might a fantastically large and ugly maggot—that is to say, with revulsion but also a kind of impressed fascination.
“I asked if you’d like me to observe your rehearsal,” the young man said, flashing her a winning smile. “I’m a singer myself.”
“I see.” Calliope cast a quelling glance at Thalia, who had begun to giggle. Turning back to the young man, she said, “Do you know who we are?”
Again, that white-toothed smile. “The muses, of course. The nine goddesses of the arts.”
Calliope glanced at her sisters, some lounging in the deep green shadows of the glade, some perched atop sunbathed stones to play the flute and lyre with nimble fingers. Though each had her own particular passion, they all possessed voices clearer and stronger than any mortal dared to dream… any mortal except this one, it seemed, for Calliope had an unpleasant suspicion as to where this conversation would lead.
“And you wish to observe us in order to do… what, exactly?” Melpomene asked, frowning.
“To learn, obviously,” Clio said, looking up from her scrolls. “What else?”
“To bask in our presence, perhaps,” Terpsichore suggested.
Thalia’s giggle grew into a delicate laugh that floated up into the canopy, buoyed by the rippling chords of Terpsichore’s lyre.
The young man drew himself up. “I am Thamyras of Thrace, son of Philammon and Argiope, renowned throughout Greece for my skill. I merely thought that you might appreciate my expertise—”
“Your expertise!” Erato joined in Thalia’s laughter, her lovely face alight with mirth. “Mortal, do we understand you correctly?”
Urania peered at the man. After a moment she sat back, her nose wrinkling with distaste. “Sisters, this Thamyras of Thrace considers himself our equal. No—our superior!”
The trilling of Euterpe’s flute soared to incredible heights, tearing the serenity of the glade like old parchment. Thalia and Erato’s laughter sharpened to a knife’s edge of contemptuous disbelief. Polyhymnia said nothing, as was her wont, but her expression spoke volumes.
Thamyras flushed, his face darkening to an angry, dusky red. “I have never met my equal, and I tell you that I have not now!”
Calliope lift
ed a hand, and her sisters’ angry cries died away to a discontented murmur.
“Do you challenge us, mortal?” she asked softly.
“I do,” Thamyras snapped. “And, as the challenger, I name the stakes. When I win, each of you shall share my bed for a night. After I have sampled your favors, I shall choose one of you to be my wife.”
Calliope smiled, her expression almost kindly but for the dangerous glint deep in her eyes. When she spoke, even the birds in the trees fell silent.
“Sing well, mortal.”
Thalia clapped her hands, her perpetual smile back in place. “Who shall be the judge?”
“Diki,” Clio said. “Who better to judge than Justice herself?”
“I call on great Apollo to judge,” Thamyras said. “Surely he is the best qualified.”
“Very well,” Calliope said, while Polyhymnia and Euterpe rolled their eyes.
And so the muses called Apollo to their glade, and he came. Thamyras bowed low, giving Apollo the respect he had denied Calliope and her sisters. Apollo regarded Thamyras coolly.
“You take great pride in your gift,” he said.
Thamyras lifted his chin. “I do, lord. With good reason.”
“Show us, then,” Apollo said. “And we will see if it is reason enough to justify your insolence.”
He gestured for Thamyras to begin.
Thamyras’ performance was indeed impressive. The range and power of his voice were like nothing Calliope had ever heard from a mortal. As he wove his tale of lost love and shattered dreams, she saw tears gathering in Melpomene’s eyes. Calliope shook her head and shared a fond smile with Erato. Melpomene, of course, always enjoyed a good tragedy. And she had to admit that Thamyras’ song was better than good. It was exquisite. So exquisite, in fact, that she was almost sorry for what must come next.
It didn’t take long, as Calliope knew it wouldn’t. The very air pulsed and hummed in sympathetic resonance with the muses’ song, amplifying their music and throwing it into the sky to call down birds in flight. Thrushes and meadowlarks alighted in the trees surrounding the glen, watching and listening in solemn silence. As the last note spun away into the ether, the birds burst into raucous song themselves, singing praises to the nine goddesses. Erato laughed and took a robin in her hands, kissing its tiny head.
“Well done, champions.” Apollo likewise kissed Calliope’s cheeks and nodded to the rest of the muses. “Your victory is well deserved.”
Clio smiled tranquilly. “We know.”
“What!” Thamyras cried. “My lord—”
Apollo raised his golden brows. “Do you challenge my verdict?”
“I only meant—it was hardly a fair contest,” Thamyras muttered. “There are nine of them—I am only one man. I am a soloist, not a chorister.”
Calliope hid a smile behind one graceful hand. Her sisters were not so restrained. Their laughter rang through the glen like the music of eight silver bells, and as their mirth eased, so too did their anger. He was so small, and so very, very young.
Apollo shook his head in disgust. “Cousins, you have been judged today to no good purpose, and for that I am sorry. Do with him as you will.”
Apollo disappeared in a burst of gold. Calliope faced Thamyras, her sisters close behind and beside her.
“Mortal,” she said. “You know well that hubris is an offense to the gods.”
“I meant no offense,” Thamyras said, backing away from the goddesses arrayed before him. “Surely it is no insult to offer assistance in good faith.”
“You are a fool,” Urania said coldly. “A blind and arrogant fool.”
“Blind, indeed.” Calliope approached Thamyras and laid her hand over his head. “Thamyras of Thrace, hear me. You have forgotten to whom you owe your gift, and so it is forfeit. Your punishment is thus: to walk the rest of your life in darkness—and in silence. You will not see. You will not sing.”
The nine goddesses drifted forward to surround Thamyras. A low humming passed from one to the next and grew, splitting into nine melodies weaving and dancing in counterpoint. Thamyras moaned and sank to his knees, his eyes wide, dazzled by the flood of music and golden light that pulsed around him. The muses sang until the sun was high in the sky, simply for the joy of it. Thamyras wept, knowing that he would never again know that joy himself, and cried aloud with the pain of it. And with each tear, the light that had so dazzled him faded until he found himself squinting, first into shadows, then true darkness.
Cold despair seeped through his skin and into his bones, where it settled with a fierce ache that threatened to shatter him from the inside. When the muses left him alone in the glade, he didn’t see them go. He saw nothing, and he heard only the echo of their laughter.
AUTHOR’S NOTE
This story was originally written as a commissioned piece for a holiday event honoring female friendships and female empowerment. Greek mythology is rife with presumptuous mortals who disrespect a goddess and live to regret it, as Thamyras does so spectacularly in this retelling of a lesser-known myth. In another version of the tale, Thamyras’ boasting is brought to the muses’ attention by Apollo, Thamyras’ rival for the love of a youth named Hyacinthus. I chose this version because so many modern women have ‘met’ Thamyras before—in classrooms, boardrooms, and courtrooms around the world.
ΤυφλH Φιλοδοξία
«Ορίστε;»
Η Καλλιόπη κοίταξε τον όμορφο νεαρό μπροστά της, εξετάζοντάς τον σαν να ήταν ένα τεράστιο, άσχημο σκουλήκι – δηλαδή με αποστροφή αλλά και κάποια δόση γοητευμένου εντυπωσιασμού.
«Ρώτησα αν θα θέλατε να παρακολουθήσω την πρόβα σας» είπε ο νεαρός, με ένα γοητευτικό χαμόγελο. «Και εγώ είμαι τραγουδιστής».
«Κατάλαβα». Η Καλλιόπη έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στην Θάλεια, που είχε αρχίσει να χαζογελάει. Κοίταξε πάλι τον νεαρό και τον ρώτησε: «Ξέρεις ποιες είμαστε;»
Ξανά αυτό το αστραφτερό χαμόγελο. «Οι μούσες, βέβαια. Οι εννέα θεές των τεχνών».
Η Καλλιόπη κοίταξε τις αδελφές της, κάποιες ραχάτευαν στην παχιά σκιά του ξέφωτου, κάποιες είχαν ανέβει σε πέτρες που έλουζε ο ήλιος για να παίξουν φλάουτο και λύρα με τα γοργά τους δάχτυλά. Αν και κάθε μια είχε το δικό της χάρισμα, όλες είχαν πιο καθαρές και δυνατές φωνές από οποιονδήποτε θνητό… εκτός από αυτόν εδώ. Έτσι φαινόταν τουλάχιστον, γιατί η Καλλιόπη είχε ένα δυσάρεστο προαίσθημα για το που θα κατέληγε αυτή η συζήτηση.
«Και θέλετε να μας παρακολουθήσετε… για ποιον ακριβώς λόγο;» ρώτησε η Μελπομένη, κατσουφιάζοντας.
«Για να διδαχθεί, προφανώς» είπε η Κλειώ, σηκώνοντας το βλέμμα από τις περγαμηνές της. «Για ποιον άλλο λόγο;».
«Για να απολαύσει την συντροφιά μας» πρότεινε η Τερψιχόρη.
To χαχανητό της Θάλειας έγινε ένα λεπτό γέλιο που αιωρήθηκε στο ξέφωτο, σε αρμονία με τα αρπίσματα της λύρας της Τερψιχόρης.
Ο νεαρός σηκώθηκε. «Είμαι ο Θαμύρας από την Θράκη, γιος του Φιλάμμωνα και της Αργιόπης, ξακουστός σε όλη την Ελλάδα για την τέχνη μου. Απλά �
�κέφτηκα ότι μπορεί να εκτιμούσατε την εμπειρία μου…»
«Την εμπειρία σου»! Η Ερατώ γέλασε μαζί με την Θάλεια και το όμορφο πρόσωπό της έλαμψε χαρούμενα. «Θνητέ, καταλάβαμε καλά τι θέλεις να πεις;»
Η Ουρανία περιεργάστηκε τον άντρα. Μια στιγμή αργότερα ανακάθισε, ζαρώνοντας τη μύτη της περιφρονητικά. «Αδελφές, αυτός ο Θαμύρας της Θράκης θεωρεί ότι είναι ίσος μας. Όχι, ανώτερός μας!»
Οι τρίλιες του φλάουτου της Ευτέρπης υψώθηκαν στα ουράνια, σκίζοντας την ηρεμία του ξέφωτου σαν παλιό πάπυρο. Το γέλιο της Θάλειας και της Ερατώς ήχησε αιχμηρό σαν ξυράφι, γεμάτο περιφρόνηση και δυσπιστία. Η Πολύμνια δεν είπε τίποτε, όπως συνήθιζε, αλλά η έκφρασή της ήταν εύγλωττη.
Ο Θαμύρας κοκκίνισε, το πρόσωπο του σκοτείνιασε από θυμό. «Δεν έχω ποτέ συναντήσει ίσο μου, ούτε και τώρα, σας λέω».
Η Καλλιόπη σήκωσε το χέρι της και οι οργισμένες φωνές των αδελφών της έσβησαν σε ένα δυσαρεστημένο μουρμουρητό.
«Μας προκαλείς, θνητέ;» ρώτησε με απαλή φωνή.
The Roots Of Our Magic Page 2