«Είσαι καλό κορίτσι», είπε η Κυβέλη και άπλωσε όλα τα υλικά στο τραπέζι. «Άλεσε μου το σύμφυτο».
Δούλευαν γρήγορα και αποτελεσματικά και η σιωπή έσπαγε μόνο όταν η Κυβέλη έδινε κάποια οδηγία. Τα μάτια της Χρυσάνθης γυρνούσαν κάθε τόσο στο ταπεινό αχυρόστρωμα όπου κείτονταν σαν νεκρή η Ελένη. Ήταν έτοιμη να ρωτήσει την μητέρα της αν ήταν σίγουρη ότι η Ελένη ήταν ακόμη ζωντανή, αλλά η Χρυσάνθη είδε την Κυβέλη να κοπανάει το σκόρδο με τόση δύναμη που σκέφτηκε ότι ίσως θα ήταν καλύτερο να μην κάνει πολλές ερωτήσεις. Το σίγουρο ήταν ότι είχαν μια γεμάτη μέρα δουλειάς μπροστά τους. Ήταν υπεύθυνες για την Ελένη τώρα, για να την γιατρέψουν… ή να την θάψουν.
***
Όταν έφευγε η νύχτα, ήταν σίγουρο ότι η Ελένη θα ζούσε και στο τέλος της βδομάδας, μπόρεσε να πάει στο χωριό. Η είδηση του ξυλοδαρμού της διαδόθηκε σαν αρρώστια, όπως γίνεται πάντα με τις ειδήσεις σε τόσο μικρά χωριά, και οι χωριανοί καλωσόρισαν χαρούμενα την Ελένη ανάμεσά τους. Δεν διέφυγε της προσοχής της Ελένης, όμως, ότι υμνούσαν τον Θεό για την σωτηρία της Ελένης, χωρίς να κάνουν λόγο για τα όσα έκανε η μητέρα της, αλλά και αυτή.
H Χρυσάνθη συνοφρυώθηκε. «Εμάς έπρεπε να ευχαριστούν. Αλλά μόνο ψιθυρίζουν και κοιτάνε», είπε άγρια.
«Δεν χρειαζόμαστε ευχαριστίες». Η Κυβέλη κοίταξε αυστηρά την Χρυσάνθη. «Αν έχουμε την ευκαιρία και μπορούμε να κάνουμε καλό θα το κάνουμε, χωρίς να περιμένουμε ανταμοιβή».
«Ναι, μαμά», είπε ταπεινά η Χρυσάνθη.
Η Κυβέλη χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της Χρυσάνθης. «Ξέρω ότι φαίνεται πως όλοι οι φίλοι μας εγκατέλειψαν, αγάπη μου, αλλά δεν είναι έτσι. Απλά φοβούνται, όπως και εμείς. Αλλά ο φόβος δεν θα κρατήσει για πάντα». Έδωσε ένα φιλί στις μπούκλες της κόρης της. «Τρέξε τώρα και φέρε μας λίγο νερό».
Η Χρυσάνθη προσπάθησε να μην ξεχάσει τα λόγια της Κυβέλης πηγαίνοντας προς την βρύση του χωριού, αλλά δε μπόρεσε να αποφύγει μικρά κεντρίσματα οργής και πόνου, βλέποντας την Κατερίνα Γεωργίου και την Αναστασία Παπαϊωάννου να χαζογελάνε παίρνοντας νερό από την κρήνη. Κάποτε, θα την καλούσαν να γελάσει μαζί τους. Αλλά τώρα, έφυγαν βιαστικές όταν πλησίασε, και η Χρυσάνθη έμεινε μόνη, αφρίζοντας από το κακό της γιατί γι’ αυτήν γελούσαν. Μπορούσε να το καταλάβει από τις πονηρές ματιές που έριχναν πάνω από τους ώμους τους και το ξιπασμένο θρόισμα των φουστανιών τους.
Κάποιες φορές, σκέφτηκε με θλίψη, ευχόταν να μην ήταν η μητέρα της μάγισσα, κι αυτή να μην ήταν κόρη μάγισσας. Πόση χαρά θα της έδινε να μην γνωρίζει τις σκληρές σκέψεις που κάνει ο κόσμος.
Αλλά η Κυβέλη ήταν μάγισσα, και η Χρυσάνθη κόρη της. Και γι’ αυτό, όταν ένας Γερμανός στρατιώτης πλεύρισε την Αλεξάνδρα στην άλλη άκρη του δρόμου, η Χρυσάνθη ένιωσε τον φόβο της Αλεξάνδρας τόσο έντονα σαν να ήταν δικός της. Έτρεξε και ενώθηκε με το τσούρμο των γυναικών που έστεκαν εκεί κοντά, μουρμουρίζοντας και τσιρίζοντας με απελπισία.
«Αφήστε με να περάσω, κύριε», είπε απαλά η Αλεξάνδρα. «Δεν είμαι για εσάς».
Ο στρατιώτης δεν μπορούσε φυσικά να την καταλάβει, αλλά το νόημα των λόγων της ήταν φανερό για όποιον την έβλεπε. Όταν ο στρατιώτης έβαλε το χέρι του στο μπράτσο της, η Αλεξάνδρα σφίχτηκε και αποτραβήχτηκε, με τα σκούρα μάτια της να πετάνε φωτιές. Τα χείλη της στένεψαν και το χέρι της τεντώθηκε πίσω, για να κανονίσει τον στρατιώτη με ένα ηχηρό χαστούκι στο ξαναμμένο, γουρουνίσιο πρόσωπό του. Έμοιαζε με βρικόλακα, συνειδητοποίησε η Χρυσάνθη, κατακόκκινος, με τρελαμένα μάτια και γεμάτος μίσος.
Όχι, σκέφτηκε με αγωνία η Χρυσάνθη. Δεν πρέπει η Αλεξάνδρα να χτυπήσει τον στρατιώτη, δεν πρέπει…
Δεν το έκανε. Η Αλεξάνδρα πήρε μια βαθιά, αργή αναπνοή και χαμογέλασε ζορισμένα με σφιγμένα δόντια.
«Όχι», είπε. Έκανε μια παύση και πρόσθεσε προσεκτικά, “Nein”.
Οι γυναίκες κράτησαν την αναπνοή τους καθώς ο στρατιώτης άρπαξε μια τούφα από τα μαλλιά της Αλεξάνδρας κάτω από το μαντήλι της. Ούρλιαξε κάτι, με σάλια να πετάγονται στο πρόσωπό της. Δάκρυα φόβου και οργής έτρεξαν από τα μάτια της Αλεξάνδρας, αλλά δεν άφησε το κλάμα της να βγει προς τα έξω. Η Χρυσάνθη έψαξε ολόγυρα για κάποιον, οποιονδήποτε, που θα μπορούσε να βοηθήσει. Βρήκε μόνο τον γερο–Νικόλα, τον παππού της Αλεξάνδρας. Η Χρυσάνθη ένιωσε τον τρόμο να πλημμυρίζει τα σωθικά της.
Αλλά δεν κινήθηκε. Δεν τον σταμάτησε.
Ο Νικόλας πήγε κουτσαίνοντας στον στρατιώτη και τον έπιασε από το μπράτσο με τα αδύνατα δάκτυλά του, τον τραβούσε και τον καταριόταν φωναχτά μέχρι που ο Γερμανός άφησε την Αλεξάνδρα.
«Βασίλη!» ούρλιαξε ο στρατιώτης, γραπώνοντας με το χέρι του σαν δαγκάνα το κοκκαλιάρικο μπράτσο του Νικόλα.
Ο Βασίλης έτρεξε σαν σκυλάκι από ένα κοντινό σπίτι. Μόνο η ουρά του λείπει, σκέφτηκε αηδιασμένη η Χρυσάνθη. Χώθηκε ανάμεσα σ΄ αυτούς που είχαν μαζευτεί για να δουν και έσκυψε δίπλα στην πεσμένη Αλεξάνδρα.
«Έλα, Αλέκα», ψιθύρισε. «Έλα μαζί μου».
«Όχι». Η Αλεξάνδρα κούνησε το κεφάλι της
, τα μάτια καρφωμένα σε όσα γίνονταν μπροστά τους. «Όχι, παππού…»
«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι’ αυτόν», είπε η Χρυσάνθη, με δάκρυα στα μάτια. «Ήθελε να σε σώσει, ας μην πάει άδικα».
Τράβηξε το χέρι της Αλεξάνδρας και αυτή την φορά η Αλεξάνδρα την άφησε να την σηκώσει όρθια. Αλλά κλονίστηκε όταν άκουσε την φωνή του Νικόλα. Τα κορίτσια γύρισαν μαζί και είδαν τον Νικόλα γονατιστό, ένα ρυάκι αίμα φιδογύριζε στο πρόσωπό του. Ο Γερμανός είχε τραβήξει το πιστόλι του και το είχε στρέψει προς το μέτωπο του Νικόλα.
«Μην κοιτάς». H Χρυσάνθη κρεμάστηκε από τον καρπό της Αλεξάνδρας με όση είχε το πολύ πιο μικροκαμωμένο κορμί της. «Αλέκα, μην κοιτάς! Τρέξε!»
Πιασμένες χέρι – χέρι, έτρεξαν, αλλά όχι αρκετά γρήγορα για να ξεφύγουν από την εκπυρσοκρότηση του πιστολιού και τον γδούπο του σώματος του Νικόλα που έπεσε στο έδαφος. Η Αλεξάνδρα έκοψε ταχύτητα και θα γυρνούσε πίσω αν δεν την έσπρωχνε η Χρυσάνθη. Το πρόσωπό της είχε ένα νεκρικό λευκό χρώμα και φαινόταν αδειανό, σαν τα στοιχειωμένα πρόσωπα των προσφύγων. Παραπάτησε και άφησε το σώμα της να καταρρεύσει, σαν να είχαν λιώσει ξαφνικά τα κόκκαλά της. Η Χρυσάνθη την αγκάλιασε από τη μέση για να την στηρίξει και συνέχισε να την σπρώχνει, αποφασισμένη να την απομακρύνει.
Η Κυβέλη τις περίμενε στον κήπο, τα χέρια της διπλωμένα στην ποδιά της. Όταν φάνηκε η Χρυσάνθη, λαχανιάζοντας από το βάρος του μεγαλύτερου κοριτσιού, η Κυβέλη έτρεξε και πήρε το φορτίο της Χρυσάνθης. Η Χρυσάνθη έκανε μερικά βήματα τρικλίζοντας και κάθισε με το κεφάλι στα χέρια της. Ο πυροβολισμός που σκότωσε τον Νικόλα ακόμη ηχούσε επίμονα στ’ αυτιά της, και δεν της επέτρεπε να αφήσει πίσω τα όσα είχαν συμβεί.
«Χρύσα», φώναξε η Κυβέλη από την πόρτα, το πρόσωπό της σφιγμένο από την αγωνία. «Έλα μέσα. Θέλω να σε βλέπω».
Η Χρυσάνθη σηκώθηκε άτονα. Μόλις μπήκε μέσα, σκαρφάλωσε αμέσως στο κρεβάτι της μητέρας της και κουλουριάστηκε σαν σφικτό κουβάρι, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της. Άφησε τις σκέψεις της να ταξιδέψουν, αγνοώντας τα ψιθυρίσματα της Κυβέλης και τα αναφιλητά της Αλεξάνδρας. Είδε την εικόνα μιας σπηλιάς στα ψηλά βουνά να τρεμοπαίζει μέσα από τα κλειστά της βλέφαρα. Δεν έδωσε σημασία, μέχρι που ξαφνικά βρέθηκε μέσα στην σπηλιά, να κοιτάει κάτω στην κοιλάδα. Εκεί που θα έπρεπε να είναι το χωριό, η Καστανιά, τώρα υπήρχε μόνο ένα σύννεφο καπνού. Τα αυτιά της γέμισαν από κραυγές, που διέκοπταν πυροβολισμοί, και από έναν απροσδιόριστο, εκκωφαντικό βρυχηθμό, σα να είχε αναδυθεί από τα έγκατα της γης κάποιο αρχέγονο τέρας και να είχε βαλθεί να ξεκάνει αυτούς που το ξύπνησαν.
Τα μάτια της Χρυσάνθης άνοιξαν απότομα. Η Αλεξάνδρα είχε φύγει και το σπίτι ήταν σκοτεινό και σιωπηλό. Η μητέρα της δεν ήταν εκεί. Με την καρδιά της να σφυροκοπά, η Χρυσάνθη σύρθηκε από το κρεβάτι και περπάτησε με αργά βήματα μέχρι την πόρτα. Ο κήπος φαινόταν σαν λαβύρινθος από ασήμι, σκιές και ψιθύρους. Αλλά η Χρυσάνθη δεν είχε χρόνο να κάτσει ν’ ακούσει, αν και ήξερε ότι τα δέντρα και τα λουλούδια θα της έλεγαν πολλά που δεν ήξερε. Έπρεπε να βρει τη μητέρα της.
Η Χρυσάνθη οδήγησε τα βήματά της στους λόφους, χωρίς να λαθέψει στιγμή, την οδηγούσε το φεγγαρόφωτο και το ελαφρύ φύσημα της αύρας. Περνούσε πάνω από τα βράχια και ανάμεσα στα χορτάρια και τους θάμνους τόσο αθόρυβα που ούτε η Κυβέλη μπορούσε να την ακούσει.
Και αυτό της βγήκε σε καλό, γιατί όταν η Χρυσάνθη βρήκε τη μητέρα της, βρήκε και τον πατέρα της μαζί. Σταμάτησε, σκυμμένη σε μια προεξοχή του βράχου από πάνω τους, και άκουγε ενώ μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα και βιαστικά. Κρατούσαν σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα κεφάλια τους ακουμπούσαν. Η Χρυσάνθη τρόμαξε βλέποντας τους καμπουριασμένους ώμους της Κυβέλης. Ποτέ δεν την είχε δει να φοβάται, ούτε καν να ανησυχεί σοβαρά για κάτι. Αλλά τώρα η Χρυσάνθη έβλεπε πεντακάθαρα ότι η Κυβέλη όχι απλά φοβόταν, αλλά ήταν σχεδόν απελπισμένη.
«Φωτιά και αίμα», έλεγε η Κυβέλη. «Τόσο αίμα, Θανάση… ποτάμια αίμα. Και ένας σωρός από κόκκαλα».
«Πρέπει να φύγεις», είπε ο πατέρας της Χρυσάνθης. «Πάρε την Χρύσα και κρυφτείτε στα βουνά. Μαζί με τ’ αγόρια θα έλθουμε να σας πάρουμε και θα κρυβόμαστε μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί».
«Αν φύγουν οι Γερμανοί», είπε πικρόχολα η Κυβέλη.
Ο Θανάσης χάιδεψε τα μαλλιά της. «Θα φύγουν. Δεν το πρόβλεψες;»
«Είδα κάτι θαμπό και αβέβαιο», ψιθύρισε η Κυβέλη. «Αλλά η φωτιά, το αίμα και τα κόκκαλα… αυτά τα είδα καθαρά. Δε μπορείς να σταματήσεις τους αντάρτες, Θανάση;»
«Όχι, καρδιά μου», αναστέναξε ο Θανάσης. «Είναι νέοι, προσγειωμένοι άντρες… τα λόγια μιας σοφής γυναίκας δεν θα τους κάνουν να παρεκκλίνουν από τον στόχο τους. Σε δυο μέρες, οι αιχμάλωτοι στρατιώτες θα εκτελεστούν».
«Το ίδιο και εμείς», είπε θυμωμένα η Κυβέλη. «Δεν χρειάζεται το χάρισμα μιας σοφής γυναίκας για να καταλάβει κανείς ότι οι Γερμανοί δεν θα αφήσουν να περάσει κάτι τέτοιο χωρίς αντίποινα. Και όπως το ξέρω εγώ, το ξέρουν και οι
αντάρτες».
«Ότι κι αν κάνουν οι Γερμανοί, δεν θα είμαστε εδώ για να το δούμε», την καθησύχασε ο Θανάσης. «Θα φέρεις την Χρύσα και εγώ τα παιδιά και θα αφήσουμε αυτόν τον τόπο».
Η Κυβέλη άφησε έναν μικρό ήχο απελπισίας. «Θα φύγουμε… και θα εγκαταλείψουμε αυτούς που έζησαν και μόχθησαν δίπλα μας για είκοσι χρόνια και βάλε;»
«Δεν θα φύγουν αν τους το πεις», είπε ο Θανάσης. «Τώρα πια όχι. Ότι και να τους πεις θα φέρει μόνο πόνο».
«Δεν ακούγεται σωστό αυτό».
«Φυσικά και δεν είναι σωστό!», ο Θανάσης στάθηκε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Όλο αυτό είναι λάθος. Αλλά δεν το προκαλέσαμε εμείς και δεν φταίμε εμείς για τις επιλογές που πρέπει να κάνουμε. Αν νομίζεις ότι μπορεί κάποιοι να έλθουν μαζί μας, κάνε ότι μπορείς για τους πείσεις, αλλά μην κινδυνεύσεις για χάρη τους. Είσαι υπεύθυνη για τα παιδιά σου και για μένα. Έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά, έτσι είναι, περήφανε άντρα», είπε κοφτά η Κυβέλη. «Αλλά θα μου υποσχεθείς επίσης κάτι… φέρε μου τους γιους μου, είτε θέλουν να έλθουν είτε όχι. Τράβα τους από τ’ αυτιά αν χρειαστεί».
Ο Θανάσης γέλασε. «Έτσι θα γίνει, ψυχή μου».
The Roots Of Our Magic Page 7