«Συγγνώμη», είπε με λυγμούς. «Συγγνώμη, έπρεπε».
O Θανάσης ακούμπησε για μια στιγμή το μάγουλό του στα μαλλιά της και έπειτα την σήκωσε όρθια. Γύρισε προς την Αλεξάνδρα, μιλώντας πολύ πιο απαλά. «Έλα, παιδί μου. Ώρα να πηγαίνουμε».
«Τον σκότωσα», είπε ξεψυχισμένα η Αλεξάνδρα. «Τον σκότωσα».
«Όχι». Ο Θανάσης έδειξε το όπλο του και την τρύπα που έχασκε στην πλάτη του στρατιώτη. «Βλέπεις; Κανέναν δεν σκότωσες».
H Χρυσάνθη είδε το ψέμα στο στόμα του και στις άκρες των ματιών του, αλλά δεν είπε τίποτε. Ο Θανάσης ξερόβηξε και οδήγησε την Χρυσάνθη προς το παράθυρο.
«Έλα λοιπόν», είπε απότομα, την έπιασε και την πέταξε μέσα από το άνοιγμα.
Η Χρυσάνθη μαζεύτηκε στο σκοτάδι του άδειου στάβλου, καθώς η Αλεξάνδρα σκαρφάλωσε έξω από το παράθυρο και πήδηξε δίπλα της. Ο Θανάσης ακολούθησε σκαρφαλώνοντας πιο επιδέξια και ένευσε στα κορίτσια να ξεκινήσουν.
«Τι θα γίνει με την Κυρία Μαρία;» είπε η Χρυσάνθη, κοιτώντας πάνω από τον ώμο της.
«Πέθανε», μουρμούρισε ο πατέρας της και τράβηξε απότομα το χέρι της. «Όταν φτάσουμε στο τέλος του χωριού, τρέξτε κατευθείαν στο δάσος όσο πιο γρήγορα μπορείτε και μην σταματήσετε να τρέχετε, μέχρι να βρείτε τον παπα - Λουκά. Τον βρήκα πριν από τους Γερμανούς, δόξα τω Θεώ, κατάφερε να ξεφύγει μαζί με μερικούς άλλους».
«Αλλά θα έλθεις και εσύ», διαμαρτυρήθηκε η Χρυσάνθη. «Δεν θα έλθεις;»
«Και βέβαια», είπε ο Θανάσης. «Αλλά όταν έλθει η ώρα, κοιτάξτε μπροστά σας και τρέξτε. Μην σταματήσετε, ότι κι αν συμβεί. Μόνο τρέξτε. Καταλάβατε;»
«Ναι, Μπαμπά», ψιθύρισε.
Η Αλεξάνδρα δεν είπε τίποτε. Τους ακολουθούσε, σταματούσε όταν σταματούσαν και άρχιζε να κινείται πάλι όταν της έλεγαν, σαν να μην άκουγε ούτε να έβλεπε την φρίκη γύρω τους. Η Χρυσάνθη σχεδόν την ζήλευε. Παντού τριγύρω ουρλιαχτά, η μυρωδιά του αίματος και ένα σφυροκόπημα στην καρδιά από τους κεραυνούς που ήταν ακόμη φυλακισμένοι στα σύννεφα. Χαλκός και όζον γινόταν ένα και κολλούσαν στο δέρμα τους σαν λεπτή πάχνη, καθώς προχωρούσαν από σκιά σε σκιά, τολμώντας μετά βίας ν’ ανασάνουν. Πάνω τους, έτρεχαν μαύρα σύννεφα, αλλά ακόμη δεν είχαν ξεσπάσει οι βροντές.
H Χρυσάνθη κρατιόταν γερά από την ζώνη του πατέρα της, άρρωστη από τον τρόμο και την ενοχή, σίγουρη ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος Γερμανός θα εμφανιζόταν και θα τους έκοβε τον δρόμο. Αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς, από τύχη, από ικανότητα, ή από την ευχή που έκανε μια σοφή γυναίκα, και ο Θανάσης τους οδήγησε στην άκρη του χωριού με ασφάλεια, κάτω από τη μύτη του δαίμονα.
«Εντάξει», είπε ο Θανάσης, πιάνοντας σφικτότερα το τουφέκι του. «Έφτασε η ώρα. Είστε έτοιμες;»
«Ναι», είπε η Χρυσάνθη, αν και δεν ένιωθε καθόλου έτοιμη. Η Αλεξάνδρα δεν είπε τίποτε.
Ο Θανάσης την φίλησε στο μέτωπο και την γύρισε προς το δάσος. «Θα είμαι ακριβώς πίσω σας, Χρυσούλα. Τώρα τρέξε!»
Η Χρυσάνθη άρπαξε το χέρι της Αλεξάνδρας και την τράβηξε με όλη της την δύναμη, μέχρι που η Αλεξάνδρα άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας. Αλλά η Χρυσάνθη αμέσως κατάλαβε ότι η Αλεξάνδρα πήγαινε πολύ αργά. Όλα θα πηγαίναν στραβά.
Η Χρυσάνθη αισθάνθηκε ακριβώς την στιγμή που η τύχη τους γύρισε. Ο χρόνος φάνηκε να κυλάει πιο αργά. Ο αέρας έγινε πηχτός καθώς προσπάθησε να γυρίσει. Όμως είδε απολύτως καθαρά τον ιδρωμένο, κοκκινοπρόσωπο στρατιώτη να σημαδεύει την πλάτη του πατέρα της και άκουσε το κροτάλισμα της σκανδάλης πριν την εκπυρσοκρότηση. Ένας μικρός κόκκινος κύκλος εμφανίστηκε στο στέρνο του Θανάση και ένα απαίσιο κόκκινο λουλούδι άνθισε. Έπεσε αργά, σχεδόν με χάρη, τα χέρια του άνοιξαν σα να χόρευε ζεϊμπέκικο, τον χορό του πένθους και της μοναξιάς – έπεφτε μόνος του στο σκοτάδι – το κόκκινο λουλούδι μεγάλωνε, μεγάλωνε κι άλλο, γέμιζε τα μάτια της – η Χρυσάνθη τα είδε όλα, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτε.
Τα γόνατα του Θανάση χτύπησαν το έδαφος και το ξόρκι έσπασε. Η Χρυσάνθη έτρεξε γρηγορότερα απ’ όσο είχε τρέξει ποτέ, πετούσε προς τον πατέρα της. Αλλά όταν άπλωσε το χέρι της πάνω του, δεν ένιωσε κάποια σπίθα ζωής. Είχε φύγει. Στάθηκε και έκανε ένα βήμα προς τον στρατιώτη, έπειτα άλλο ένα, χωρίς να αφήσει με το βλέμμα της τα παγερά γαλάζια μάτια του.
«Ich verfluche dich», είπε μέσα από τα δόντια της. «Σε καταριέμαι. Σε καταριέμαι».
Ο στρατιώτης χλόμιασε και σήκωσε το τουφέκι του. Αλλά τα χέρια του έτρεμαν, οι βολές πήγαν στον βρόντο. Η Χρυσάνθη ούρλιαξε, ένα άγριο ουρλιαχτό πένθους και οργής που αντήχησε στα μαύρα σύννεφα. Το εκκωφαντικό μαστίγωμα του κεραυνού έσκισε τον αέρα και γύρισε την τουφεκιά του Γερμανού πίσω στο πρόσωπό του. Έπεσε στο έδαφος κουβαριασμένος, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι.
Η Χρυσάνθη ούρλιαξε πάλι… μια αστραπή έσκισε τον ουρανό. Ούρλιαξε για τρίτη φορά και μια στήλη φωτός πιο λαμπερή από τον ήλιο χτύπησε το καμπαναριό, σαν ακόντιο. Για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ η Χρυσάνθη είδε ένα κόκκινο λουλούδι ν’ ανθίζει. Φλόγες ξεπήδησαν και απλώθηκαν με υπερ�
�υσική ταχύτητα, έως ότου όλο το χωριό παραδόθηκε στην φωτιά.
Έστρεψε ξανά το βλέμμα της στον στρατιώτη και έδειξε προς το χωριό. Ο στρατιώτης σηκώθηκε χωρίς δισταγμό και βάδισε ίσια μέσα στις φλόγες για να συναντήσει τους συντρόφους του που καίγονταν.
«Χρύσα». Η Αλεξάνδρα ήταν δίπλα της, με ορθάνοικτα αλλά όχι πλέον άδεια μάτια. «Έλα. Βρήκα τον παπα-Λουκά και τους άλλους. Πρέπει να φύγουμε».
«Όχι», είπε η Χρυσάνθη, και άκουσε την φωνή της μακρινή και υπόκωφη. «Θέλω να δω».
«Όχι, δεν θέλεις», είπε ήρεμα η Αλεξάνδρα. «Έλα μαζί μου, Χρύσα. Η μητέρα σου θα σε χρειαστεί».
Όταν αναφέρθηκε η μητέρα της, το χέρι της Χρυσάνθης έψαξε την τσέπη της. Έβγαλε από μέσα ένα μικρό μάτσο βότανα δεμένο μ’ ένα κορδελάκι με ένα κρεμαστό. Σίγουρα ένα φυλαχτό, που δεν το είχε όμως μαζί της όταν άφησε το βουνό. Πρέπει να της το έβαλε στην τσέπη ο πατέρας της, πριν αρχίσουν να τρέχουν. Την προστάτευσε, όπως προστάτευε κι εκείνον, και χωρίς αυτό πέθανε στην θέση της.
«Χρύσα», την κάλεσε η Αλεξάνδρα. Ήδη ήταν ανάμεσα στα δέντρα. «Χρύσα!»
Η Χρυσάνθη κινήθηκε σαν υπνοβάτης ως την άκρη του δάσους, όπου σταμάτησε για μια στιγμή, ακουμπώντας το μέτωπό της στον τραχύ φλοιό μιας καστανιάς. Γύρισε ξανά το κεφάλι της προς την Καστανιά. Το ουρλιαχτό είχε σβήσει, τώρα ακουγόταν η φωτιά που τριζοβολούσε βροντερά. Οι Γερμανοί ήταν νεκροί, το ίδιο και οι χωριανοί.
«Σε καταριέμαι», ψιθύρισε.
Μόλις κύλησε το πρώτο δάκρυ στα μάγουλά της, η βροχή άρχισε να πέφτει.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Αμέτρητες θηριωδίες έλαβαν χώρα στην Κατοχή, σε όλη την Ευρώπη, και πολλές από αυτές παραμένουν άγνωστες. Κάποια γεγονότα και κάποιες λεπτομέρειες που αναφέρονται στο Λουλούδι της Καστανιάς βασίζονται σε εμπειρίες που βίωσε η γιαγιά της συγγραφέως στον πόλεμο. Όμως, το γενικότερο πλαίσιο της ιστορίας έχει εμπνευστεί από την σφαγή στο Δίστομο, μια μικρή πόλη κοντά στους Δελφούς. Μέσα σε δυο μόλις ώρες, 214 άντρες, γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν άγρια από τους Γερμανούς στρατιώτες, ως αντίποινα σε μια επίθεση που έγινε αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Αυτή η σφαγή αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο απεχθή εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
A QUEEN BORN
In the beginning, there was fire. Then ice. At last, there was life. The earth gave birth once again to the birds and beasts and, finally, to us, the last and least of her children. Unto all the rest of the world, she bestowed her blessings of fertility and abundance, and unto us our penance of struggle and hardship. This is correct. This is just. We brought death to the world.
The words of the Creed rang in my head as I prepared myself for what lay ahead. Today, my eighteenth birthday, marked my entry into womanhood. After tonight, everything would be different.
I had always known that one day it would be my sacred duty to produce a child if I could. If I couldn’t, the honor would fall to my sister. Summer would just love it if I proved barren…and I might. Even our family, who ruled by right of fertility, produced a dry womb now and again. If that dry womb was mine, Summer would take my place—and my throne.
“Rose, it’s time.”
My mother stood in the doorway; behind her were my grandmother, my aunt, and three of my cousins—all the mothers of the royal family. Soon, we all devoutly hoped, I would be one of them.
***
I was waiting on my bed when my mother came to my chambers to fetch me, as she had every night for the past two months. This time, however, I didn’t rise to greet her but remained seated, my arms wrapped protectively around myself.
“Mother, I don’t want to go.”
Surprise flickered across my mother’s face. With a practiced gesture, she dismissed my maid Hermia and sat beside me, gently taking my hand in both of hers.
“Did he hurt you?” she asked.
“N-no,” I said uncertainly. “I don’t—but it does hurt! And, mother, he says the most awful things. About—when we’re married. What he'll do to me.”
“Ignore it,” Mother said. “You know you needn’t marry this man, or the next. You can marry whomever you choose—or not at all. But, darling…you must conceive first.”
I nodded miserably, unable to speak.
“You don’t have to do this,” she said. “You can stop. But is it worth your crown? Your future…your family?”
I shook my head. If I turned my back on the throne, I would be cast out of the royal family and forced to live cloistered in the Temple, bearing children for other people to raise. Even worse, Summer would take my place. Already she used her position as princess never to help her people but only to further her own selfish ends. I shuddered to think what she would do as Queen.
Mother patted my hand and shook out the ceremonial robe, holding it out for me. Obediently, I stepped into it and let her tie the sash. I took a deep breath; I squared my shoulders. Mother was right—I couldn’t let a man, no matter how disgusting, make me forget my duty. And yet…
“Mother,” I said. “If he hits me, they’ll send him away?”
“After a flogging, yes." She studied me, her face impassive.
My belly clenched. I’d seen a flogging once before, when I was very young. The memory still made me sick. But now I had new memories to churn in my stomach and disturb my sleep. I remembered all too clearly the suffocating pressure of moist flesh on my torso and the awful, dirty pain between my legs. I heard again the sick promises whispered in my ear, felt the puff of foul breath on my cheek, choked on the pervasive, oniony man-stench that lingered even after the ritual bathing.
I’d given this monster two turns of the moon with my body, and by law, I was required to give him three. I couldn’t do it. I couldn’t last another night, never mind the whole month. But neither would I give up my crown. I pressed my lips together and nodded once, meeting my mother’s eyes.
“Are you ready?” she asked.
“Yes.”
***
“He’s even uglier than the last one,” Summer informed me. “I saw him.”
I shrugged, wincing at the lingering pain in my neck. “They all look the same in the dark.”
“Silence,” the priestess barked, and we both bowed our heads once more.
“In the beginning, there was fire…”
I focused my thoughts on the small wooden talisman in my hand as I had been taught and tried to ignore the knot of anxiety growing in my belly. The Temple had allowed me a full turn of the moon to recover from my injuries, but now my reprieve was at an end. It was time to try again.
I swallowed against the sudden rush of saliva in my mouth and breathed deeply. Not
all men were horrible. My own father was kind and generous and a good friend to my mother even though she had chosen not to marry him. Hermia had both a husband and a son, and she certainly seemed to like them well enough. It would be different this time. It had to be.
I tried to imagine gentle hands and kind eyes. A friendly smile, a soothing voice. But all I could see was pale flesh parting beneath the whip and red blood dripping into the dust. The only hands I felt were his, closing around my throat.
***
I waited, shivering in the dark. I wasn’t cold, but I couldn’t stop shaking. It took all my strength simply to remain in the room; composure was out of the question.
“Princess?”
“I’m here,” I said.
“Good,” the voice replied. “Stay there. Don’t touch me.”
“W-what? But—”
“I don’t want to be here,” he said. “So you just stay in your corner and I’ll stay in mine.”
“Oh,” I said, dizzy with relief. “Alright.”
And I fell asleep.
***
“I think you fainted last night,” he said.
“So?”
“So, you obviously don’t want to be here either.”
“I want to do my duty,” I said. “I want to conceive. But…I’m not exactly keen, no.”
“Why not?”
“Why aren’t you?” I shot back.
“Because all I did was get a Temple girl with child,” he snapped. “If I’d known that it was going to get me marched here at spear-point and forced to play stud to your mare, I’d have stayed celibate. Better yet, I’d have stayed in my own country. At least you have a choice about it.”
“Not really." I shrugged, though I knew he couldn't see me. “I have to try.”
The Roots Of Our Magic Page 9