The Roots Of Our Magic

Home > Other > The Roots Of Our Magic > Page 11
The Roots Of Our Magic Page 11

by Kassandra Flamouri


  «Είσαι έτοιμη;» ρώτησε.

  «Ναι»

  ***

  «Είναι πιο άσχημος απ’ τον προηγούμενο» με πληροφόρησε η Θερινή. «Τον είδα».

  Ανασήκωσα τους ώμους, μορφάζοντας από τον μόνιμο πόνο στον λαιμό. «Όλοι φαίνονται οι ίδιοι στο σκοτάδι».

  «Σιωπή» είπε άγρια η ιέρεια, και χαμηλώσαμε ξανά το κεφάλι.

  «Στην αρχή ήταν η φωτιά…»

  Εστίασα τις σκέψεις μου στο μικρό ξύλινο φυλαχτό στο χέρι μου, όπως με είχαν μάθει και προσπάθησα ν’ αγνοήσω τον κόμπο αγωνίας που μεγάλωνε στα σπλάχνα μου. Ο Ναός με είχε αφήσει να συνέλθω από τα τραύματά μου για έναν ολόκληρο κύκλο του φεγγαριού, αλλά τώρα η περίοδος χάριτος τελείωνε. Έπρεπε να ξαναδοκιμάσω.

  Ξαφνικά το στόμα μου γέμισε σάλιο, προσπάθησα να το καταπιώ και ανάπνευσα βαθιά. Δεν ήταν όλοι οι άντρες φρικτοί. Ο δικός μου πατέρας ήταν ευγενικός και γενναιόδωρος και παρέμεινε καλός φίλος της μητέρας μου, ακόμη κι όταν αυτή αποφάσισε να μην τον παντρευτεί. Η Ερμεία είχε άντρα και γιο και φαινόταν να τα πάει καλά μαζί τους. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αυτή την φορά. Έτσι έπρεπε.

  Προσπάθησα να φανταστώ μαλακά χέρια και ευγενικά μάτια. Ένα φιλικό χαμόγελο, μια καθησυχαστική φωνή. Αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν το μαστίγιο να σκίζει την ωχρή σάρκα και το αίμα να στάζει στη σκόνη. Τα μόνα χέρια που ένιωθα ήταν τα δικά του, να κλείνουν γύρω από τον λαιμό μου.

  ***

  Περίμενα, τρέμοντας στο σκοτάδι. Δεν κρύωνα, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω να τρέμω. Χρειαζόμουν όλη τη δύναμή μου απλά για να μείνω στο δωμάτιο, δε μπορούσα να ηρεμήσω.

  «Πριγκίπισσα;»

  «Εδώ είμαι» είπα.

  «Ωραία», απάντησε η φωνή. «Μείνε εκεί. Μην με ακουμπήσεις».

  «Τ-τι; Αλλά…»

  «Δεν θέλω να είμαι εδώ» είπε. «Μείνε στην γωνιά σου και θα μείνω στην δική μου»

  «Α» είπα, κι ένιωσα να ζαλίζομαι απ’ την ανακούφιση. «Εντάξει».

  Και αποκοιμήθηκα.

  ***

  «Νομίζω ότι λιποθύμησες χθες το βράδυ» είπε.

  «Ε και;»

  «Και… προφανώς ούτε εσύ θέλεις να είσαι εδώ».

  «Θέλω να κάνω το καθήκον μου» είπα. «Θέλω να συλλάβω. Αλλά… δεν μ’ ενθουσιάζει, όχι».

  «Γιατί όχι;»

  «Εσένα γιατί όχι», ανταπάντησα.

  «Γιατί έκανα μια κοπέλα του Ναού να πιάσει παιδί» ξέσπασε. «Αν ήξερα ότι θα με έφερναν εδώ με την απειλή των όπλων και θα με υποχρέωναν να γίνω επιβήτορας στα θηλυκά σας, καλύτερα να έμενα άγαμος. Ή ακόμη καλύτερα, να έμενα στην χώρα μου. Τουλάχιστον εσείς έχετε επιλογή».

  «Όχι ακριβώς», είπα με ένα σήκωμα των ώμων, αν και δε μπορούσε να με δει. «Πρέπει να προσπαθήσω».

  «Όχι μαζί μου» είπε αποφασιστικά.

  Ήξερα ότι έπρεπε να διαφωνήσω. Ή να καλέσω τους φρουρούς ή να προσπαθήσω να τον αποπλανήσω. Κάτι να κάνω, τέλος πάντων. Αλλά μια μικρή, ξελογιάστρα φωνή ψιθύρισε ότι δεν έπρεπε. Ήταν μόλις ο δεύτερος υποψήφιος. Θα δοκίμαζα ξανά με τον επόμενο. Θα ήμουν έτοιμη. Αλλά τώρα, θα αναπαυόμουν.

  ***

  «Πως είναι τ’ όνομά σου;» ρώτησε.

  «Ροδάνθη».

  «Δεν θέλεις να μάθεις το δικό μου; Είναι…»

  «Απαγορεύεται», απάντησα απότομα. «Μη μου πεις».

  «Φυσικά, δεν θέλουμε να παραβούμε τους κανόνες», μουρμούρισε.

  «Δεν θέλουμε βέβαια», συμφώνησα. «Ρώτα τι έγινε με τον τελευταίο άντρα που δεν σεβάστηκε τους κανόνες».

  Μόλις ξεστόμισα αυτές τις λέξεις, ένιωσα κάτι να με καίει μέσα μου και συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να μάθει την απάντηση. Δεν ήθελα να ξέρει τι έκανα.

  ***

  Καθίσαμε στα σκοτεινά, κουλουριασμένοι στις γωνιές μας. Πέρασαν ώρες με απόλυτη σιωπή μέχρι που σκέφτηκα ότι θα τρελαθώ.

  «Νομίζεις ότι είμαι τέρας, έτσι δεν είναι;» είπα ξαφνικά.

  Δεν απάντησε αμέσως. Δάγκωσα τα χείλη μου, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.

  «Όχι» είπε τελικά. «Αλλά αν θέλεις να μου μιλήσεις, θ’ ακούσω».

  Πριν να συγκρατηθώ, όλη η ιστορία βγήκε από μέσα μου. Δεν το είχα πει σε κανέναν, αν και ήμουν σίγουρη ότι η μητέρα μου ήξερε. Δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό, δεν είχε αναφερθεί καθόλου στο μαστίγωμα. Ήμουν σίγουρη ότι αυτό συνέβαινε γιατί ντρεπόταν τόσο που δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται.

  «Δεν είσαι τέρας».

  Αναπήδησα όταν ένιωσα κάτι να με ακουμπά. Καθώς έκανα την εξομολόγησή μου, δεν τον άκουσα να προχωρά προσεκτικά προς το μέρος μου. Όταν προσπάθησε ξανά, τον άφησα να πιάσει το χέρι μου και έσφιξα με τα δάκτυλά μου τα δικά του.

  «Δεν είσαι τέρας», είπε ξανά.

  «Νιώθω ότι είμαι», ψιθύρισα.

  «Είναι γιατί έχεις καλοσύνη μέσα σου» είπε. «Και δεν είσαι τέρας. Δεν τον πίεσες να σε χτυπήσει. Δεν του επιτέθηκες. Ούτε καν τον απείλησες. Ένας αληθινός άντρας, ένας σωστός άντρας, δεν θα σήκωνε ποτέ χέρι πάνω σου, ότι κι αν είχες κάνει ή είχες πει, αλλά αυτός ο άντρας προσπάθησε να σε σκοτώσει για μερικές βρισιές. Όχι. Πήρε ότι του άξιζε».

  Έγνεψα καταφατικά, αν και ήξερα ότι δε μπορούσε να με δει και περίμενα την αυγή με το κεφάλ
ι μου γερμένο στον ώμο του.

  ***

  «Έχεις φτάσει στον τρίτο μήνα», είπε η Θερινή. «Ακόμη τίποτε;»

  Ούτε καν νοιάστηκε να κρύψει την ανυπομονησία της. Δάγκωσα την γλώσσα μου και δεν έδωσα σημασία στην κακία της. Άσε την να νομίζει ότι θέλει. Ήξερα τον αληθινό λόγο για τον οποίο δεν είχα συλλάβει και δεν θα της τον έλεγα, ειδικά σ’ αυτήν.

  «Κρίμα που είσαι τόσο βαρετή», είπε αναστενάζοντας. «Αν ήξερε πόσο όμορφη είσαι».

  «Μην είσαι παράλογη», είπα. «Δεν χρειάζεται να θέλεις κάποιον για να πιάσει ο σπόρος».

  «Ίσως όχι», είπε, με μια μοχθηρή λάμψη στο βλέμμα της. «Αλλά σίγουρα έχει σημασία η προσπάθεια που κάνει αυτός που τον φυτεύει».

  Είναι τόσο φρικτή γιατί αυτό την διασκεδάζει, είπα στον εαυτό μου. Δεν έχει καμία σημασία. Αλλά την ένιωσα να με κοιτά καθώς έφευγα, και ήξερα ότι θα με χτυπούσε αν μπορούσε.

  ***

  Ξύπνησα με ένα κύμα πόνου στο μάγουλό μου και πετάχτηκα όρθια με ένα κλάμα πανικού. Βλαστήμησε όπως του γλίστρησε το κερί, καίγοντας τον και αυτόν. Τον κοίταξα άφωνη. Ήταν πανέμορφος, καθόλου άσχημος. Ήταν φυσικό να μου έχει πει ψέματα η Θερινή, συνειδητοποίησα.

  «Πριγκίπισσα;». Μια φωνή ακούστηκε έξω από την πόρτα. «Είστε καλά;»

  «Καλά – Καλά είμαι» φώναξα. «Κρύψε το! Φύσηξέ το να σβήσει» του ψιθύρισα.

  Αλλά ήταν πολύ αργά – οι φρουροί κατάλαβαν την προφανή αγωνία μου, όρμησαν στο δωμάτιο και άρπαξαν τον νέο και από τα δύο χέρια.

  «Όχι» είπα κλαίγοντας. «Περιμένετε – σας παρακαλώ».

  Καθώς τον έσερναν μακριά, κοίταξε τα μάτια μου και χαμογέλασε.

  «Το όνομά μου είναι Δαίμων» είπε και εξαφανίστηκε.

  ***

  «Εσύ το έκανες αυτό».

  Όρμησα στο δωμάτιο της αδελφής μου, τρέμοντας από οργή. Όταν πήραν τον Δαίμονα, η Ερμεία μου είπε πως η Θερινή έριχνε για βδομάδες δηλητηριασμένο μέλι στο αυτί του, παρακινώντας τον να παραβιάσει το ιερό σκοτάδι του Δωματίου της Δοκιμασίας. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει. Τέτοιου είδους σκληρές, εγωιστικές πλεκτάνες άρεσαν στην Θερινή… Να με πληγώσει χωρίς να μπορεί να την κατηγορήσει κανείς.

  «Εγώ;» Χαμογέλασε αθώα. «Προσπαθούσα να βοηθήσω. Δεν ξέρω τι σε αναστάτωσε τόσο. Έχεις ακόμη έναν ολόκληρο χρόνο… εκτός αν τα πράγματα πάνε στραβά βέβαια».

  Μου χαμογέλασε υπεροπτικά, το σαγόνι σηκωμένο με περίσσιο θράσος. Την χαστούκισα με όλη μου την δύναμη και γύρισα για να φύγω. Αλλά το πεσμένο σαγόνι της και τα γουρλωμένα μάτια της ήταν μικρή παρηγοριά για τον πόνο της καρδιάς μου. Προσπάθησα να κρατηθώ με τη σκέψη ότι μπορούσα να διορθώσω ότι έγινε. Έπρεπε να το διορθώσω.

  Την ίδια νύχτα, τυλίχτηκα σφιχτά με το σάλι μου και έτρεξα σαν ποντίκι στους διαδρόμους μέχρι το πολυτελές δωμάτιο όπου θα έμενε φυλακισμένος ο Δαίμων μέχρι να αποφασίσουν για τη μοίρα του. Θα ήμουν στις μέρες μου σε κάτι παραπάνω από δυο βδομάδες. Αν μάτωνα, ο εφιάλτης θα άρχιζε ξανά. Θα κρατούσαν για πάντα τον Δαίμονα ως δούλο, θα έπρεπε να καθαρίζει πατώματα και να γυρίζει σούβλες όλη την υπόλοιπη ζωή του. Όλοι θα μπορούσαν να του δώσουν διαταγές, και αν δεν υπάκουε θα μπορούσαν να τον μαστιγώσουν. Θα ήταν ένα τίποτε, χειρότερα από αδέσποτο σκυλί.

  Εκτός κι αν δεν μάτωνα.

  ***

  Ο χρόνος μας τελείωνε. Περίμενα το αίμα του φεγγαριού από μέρα σε μέρα – αλλά μπορεί και να μην ερχόταν. Έκλεισα τα μάτια μου, ελπίδα και φόβος μπλέκονταν στο στήθος μου. Είχα πει ψέματα στη μητέρα μου, δωροδόκησα και εκβίασα τους φρουρούς του Δαίμονα, αψήφησα το Ναό… Μόνο να ελπίζω μπορούσα, να ελπίζω ότι άξιζε τον κόπο. Δεν ήξερα τι θα κάνω – τι θα έκανε ο Ναός – αν δεν έπιανα παιδί. Θα έλεγαν ότι οι πράξεις μου είναι κλοπή: ήμουν εστεμμένη πριγκίπισσα, το σώμα μου δε μου ανήκε, ανήκε στον λαό. Υπήρχε μόνο μια τιμωρία για την κλοπή – αλλά εγώ ήμουν πριγκίπισσα. Μπορεί να πήγαιναν όλα καλά.

  «Τι θα κάνεις;» ρώτησε ο Δαίμων, σα να άκουγε τις σκέψεις μου. «Αν δεν έχουμε…»

  «Θα κάνω ότι πρέπει» είπα. Αυτά που φοβόμουν τα κράτησα μέσα μου, δεν χρειαζόταν να έχουμε κι οι δυο εφιάλτες. «Και μετά θα σε παντρευτώ, με παιδί ή χωρίς».

  «Κι αν χάσεις το στέμμα σου;»

  «Θα έχω εσένα». Έφερα τα μπλεγμένα δάχτυλά μας μέχρι τα χείλη μας. «Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».

  ***

  Ως εδώ είναι, σκέφτηκα.

  Κρυφοπερπατούσα στους σκοτεινούς διαδρόμους, με το σάλι μου να με προστατεύει, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι και τους ώμους μου. Οι μέρες μου είχαν καθυστερήσει μια βδομάδα. Απόψε, θα πλάγιαζα με τον Δαίμονα, ίσως για τελευταία φορά. Αύριο, θα πήγαινα να με εξετάσει ο Ναός και θα μάθαινα αν ο Δαίμονας θα ζούσε ή θα πέθαινε.

  «Πριγκίπισσα».

  Γύρισα απότομα και άθελά μου ζάρωσα με την πλάτη στον τοίχο.

  «Γλυκιά Μητέρα», τραύλισα. «Εγώ ήθελα…»

  «Σιωπή» είπε η αρχιέρεια. «Εγωίστρια. Θα έπρεπε να καταλάβεις πως ο εραστής σου θα πληρώσει την ανοησία σου».

  «Να πληρώσει…» Έπρεπε να ρωτήσω, αν και ήξερα την απάντηση. «Πως θα πληρώ
σει;»

  Τα μάτια της ιέρειας έλαμψαν. «Με τον θάνατό του, βέβαια».

  Ω, Δαίμων, σκέφτηκα, και η καρδιά μου πάγωσε στο στήθος μου. Ήταν δική μου επιλογή, εγώ διακινδύνευσα. Ποτέ μου δεν σκέφθηκα ότι θα τιμωρούσαν τον Δαίμονα αντί για μένα. Πως μπορούσα να είμαι τόσο χαζή; Θα τον σώσω, είπα στον εαυτό μου. Με οποιονδήποτε τρόπο.

  «Άσε με να περάσω»

  «Θα έλθεις μαζί μου, βρωμοκόριτσο…»

  Είμαι πριγκίπισσα. Έσκυψα μπροστά, το πρόσωπο μου μια ανάσα απ’ το δικό της.

  «Παραφέρεσαι, Γλυκιά Μητέρα. Άσε με να περάσω».

  Δεν είχα χρόνο για τύψεις ή για να φοβηθώ τυχόν αντίποινα. Πέρασα δίπλα της, κι αντιστάθηκα στην επιθυμία να καμπουριάσω τους ώμους μου, νιώθοντας το πύρινο βλέμμα της στην πλάτη μου. Αλλά μόλις έστριψα την γωνία, έτρεξα, και κόντεψα να ρίξω κάτω τον φρουρό που πήγε να μου ανοίξει την πόρτα. Την έκλεισα με μια κλωτσιά, και έπεσα λαχανιασμένη στην αγκαλιά του Δαίμονα.

  «Γδύσου» είπα πνιχτά. «Τώρα».

  «Γιατί τόση βιάση;» ρώτησε, προσπαθώντας να πιάσει τα χέρια μου ενώ έβγαζα μανιασμένα το φόρεμά μου.

 

‹ Prev