The Roots Of Our Magic
Page 3
«Σας προκαλώ», ξέσπασε ο Θαμύρας. «Και επειδή είναι δική μου η πρόκληση, εγώ θα ορίσω το στοίχημα. Όταν νικήσω, κάθε μια σας θα κοιμηθεί μαζί μου για ένα βράδυ. Μόλις γευτώ τις χάρες σας, θα διαλέξω μια από εσάς για να γίνει γυναίκα μου».
Η Καλλιόπη χαμογέλασε, με σχεδόν ευγενική έκφραση, αλλά με μια επικίνδυνη λάμψη βαθιά μέσα στα μάτια της. Όταν μίλησε, ακόμη και τα πουλιά στα δέντρα σιώπησαν.
«Τραγούδα τότε καλά, θνητέ».
Η Θάλεια κτύπησε τα χέρια της, με το αιώνιο χαμόγελό της ξανά στα χείλη. «Ποιος θα είναι ο κριτής;»
«Η Δίκη», είπε η Κλειώ. «Ποιος μπορεί να κρίνει καλύτερα από την ίδια την Δικαιοσύνη;»
«Εγώ νομίζω ότι πρέπει να κρίνει ο ίδιος ο Απόλλων», είπε ο Θαμύρας. «Σίγουρα είναι αυτός ο πλέον αρμόδιος».
«Εντάξει τότε», είπε η Καλλιόπη, ενώ η Πολύμνια και η Ευτέρπη στραβοκοίταξαν αγανακτισμένες.
Και έτσι λοιπόν οι Μούσες κάλεσαν τον Απόλλωνα στο ξέφωτό τους, και αυτός ήλθε. Ο Θαμύρας υποκλίθηκε βαθιά, δείχνοντας στον Απόλλωνα τον σεβασμό που είχε αρνηθεί να δείξει στην Καλλιόπη και τις αδελφές της. Ο Απόλλων κοίταξε ψυχρά τον Θαμύρα.
«Δείχνεις πολύ υπερήφανος για το χάρισμά σου» είπε.
Ο Θαμύρας σήκωσε το σαγόνι του. «Ναι, άρχοντα. Και δικαιολογημένα».
«Δείξε μας τότε» είπε ο Απόλλων. «Και θα δούμε αν δικαιολογείται η αυθάδειά σου».
Ένευσε στον Θαμύρα να αρχίσει.
Η εκτέλεση του Θαμύρα ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Η Καλλιόπη δεν είχε ακούσει ποτέ έναν θνητό με τέτοια ένταση και έκταση στην φωνή του. Καθώς ύφαινε μια ιστορία χαμένης αγάπης και θρυμματισμένων ονείρων, είδε δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια της Μελπομένης. Η Καλλιόπη κούνησε το κεφάλι της και αντάλλαξε ένα στοργικό χαμόγελο με την Ερατώ. Η Μελπομένη πάντα απολάμβανε μια ωραία τραγική ιστορία. Και έπρεπε να παραδεχτεί ότι το τραγούδι του Θαμύρα δεν ήταν απλώς καλό. Ήταν εξαίσιο. Τόσο εξαίσιο, που σχεδόν λυπόταν για ότι έπρεπε να επακολουθήσει.
Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα, η Καλλιόπη το γνώριζε αυτό. Ακόμη και ο αέρας άρχισε να πάλλεται και να αντηχεί το τραγούδι των μουσών, ενισχύοντας τη μελωδία τους, κάνοντάς την να πετάει στον ουρανό και να καλεί τα πετούμενα πουλιά να έλθουν να ακούσουν. Τσίχλες και κορυδαλλοί κάθισαν στα δέντρα γύρω από το ξέφωτο, βλέποντας και ακούγοντας σοβαρά και σιωπηλά. Όταν η τελευταία νότα στροβιλίστηκε στον αιθέρα, τα πουλιά ξέσπασαν και τα ίδια σε βραχνά κελαϊδίσματα, υμνώντας τις εννέα θεές. Η Ερατώ γέλασε και πήρε έναν κοκκινολαίμη στα χέρια της, φιλώντας το κεφαλάκι του.
«Καλά τα καταφέρατε, πρωταθλήτριες». Ο Απόλλων φίλησε κι αυτός τα μάγουλα της Καλλιόπης και ένευσε στις άλλες μούσες. «Νικήσατε άξια».
Η Κλειώ χαμογέλασε ήρεμα. «Το ξέρουμε».
«Τι!» είπε κλαίγοντας ο Θαμύρας. «Αφέντη μου…»
Ο Απόλλων σήκωσε τα χρυσά φρύδια του. «Αμφισβητείς την ετυμηγορία μου;»
«Αυτό που θέλω να πω… ο διαγωνισμός δεν ήταν δίκαιος», μουρμούρισε ο Θαμύρας. «Αυτές είναι εννέα… και εγώ είμαι μόνος μου. Είμαι μονωδός και όχι χορωδός».
Η Καλλιόπη έκρυψε με χάρη ένα χαμόγελο με το χέρι της. Οι αδελφές της δεν ήταν τόσο συγκρατημένες. Το γέλιο τους αντήχησε στο ξέφωτο σαν τον ήχο από οκτώ ασημένιες καμπάνες και μαζί με την ευθυμία τους καταλάγιασε και ο θυμός τους. Ήταν τόσο μικρός και τόσο, μα τόσο νέος.
Ο Απόλλων κούνησε αηδιασμένος το κεφάλι του. «Ξαδέλφες μου, δεν κριθήκατε σήμερα για καλό σκοπό, και στενοχωριέμαι γι’ αυτό. Κάντε ότι θέλετε μ’ αυτόν».
Ο Απόλλων εξαφανίστηκε μέσα σε μια χρυσή λάμψη. Η Καλλιόπη στράφηκε προς τον Θαμύρα, οι αδελφές της στάθηκαν δίπλα της.
«Θνητέ», είπε. «Γνωρίζεις καλά ότι η ύβρις είναι μια προσβολή προς τους θεούς».
«Δεν ήθελα να σας προσβάλλω» είπε ο Θαμύρας, υποχωρώντας καθώς οι θεές παρατάχθηκαν μπροστά του. «Δεν είναι προσβολή όταν καλόπιστα θέλεις να βοηθήσεις».
«Είσαι ανόητος» είπε ψυχρά η Ουρανία. «Ένας τυφλός και αλαζόνας ανόητος».
«Στ’ αλήθεια τυφλός». Η Καλλιόπη πλησίασε τον Θαμύρα και άπλωσε το χέρι της πάνω από το κεφάλι του. «Άκουσέ με, Θαμύρα από την Θράκη. Ξέχασες σε ποιον χρωστάς το χάρισμά σου και γι’ αυτό θα το χάσεις. Να ποια είναι η τιμωρία σου: θα ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου μέσα στο σκοτάδι και την σιωπή. Δεν θα βλέπεις. Δεν θα τραγουδάς».
Οι εννέα θεές κινήθηκαν αθόρυβα και σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από τον Θαμύρα. Η μία μετά την άλλη άρχισαν ένα υπόκωφο μουρμούρισμα, που χωρίστηκε σε εννέα μελωδίες που μπλέκονταν και χόρευαν αντιστικτικά. Ο Θαμύρας βόγκηξε και έπεσε στα γόνατα, με ορθάνοικτα μάτια, θαμπωμένος από τη μουσική πλημμύρα και το χρυσό φως που παλλόταν γύρω του. Οι μούσες τραγούδησαν μέχρι που ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, και το τραγούδι τις γέμιζε χαρά. Ο Θαμύρας στέναξε, ξέροντας ότι αυτός ποτέ δεν θα ένιωθε τέτοια χαρά ξανά, και έκλαψε δυνατά με πόνο. Και με κάθε δάκρυ, το φως που τον είχε θαμπώσει έσβηνε, μέχρι που τα μάτια του κάλυψαν σκιές, και ύστερα, το απόλυτ
ο σκοτάδι.
Μαύρη απελπισία πότισε το δέρμα του και έφτασε μέχρι τα κόκκαλά του, τον γέμισε με έναν άγριο πόνο, ένιωσε ότι όλο το είναι του γινόταν θρύψαλα. Όταν οι μούσες τον άφησαν μόνο στο ξέφωτο, δεν τις είδε να φεύγουν. Δεν είδε τίποτε, και το μόνο που άκουσε ήταν η ηχώ του γέλιου τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Μια ιστορία που γράφτηκε αρχικά για μια εκδήλωση αφιερωμένη στην γυναικεία φιλία και την χειραφέτηση των γυναικών. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία αφθονούν οι αλαζόνες θνητοί που δείχνουν ασέβεια σε κάποια θεά και το μετανιώνουν για όλη τους την ζωή, όπως δείχνει τόσο παραστατικά ο μύθος του Θαμύρα, στον οποίο βασίζεται αυτή η ιστορία. Σε μια άλλη εκδοχή, οι Μούσες πληροφορούνται για την έπαρση του Θαμύρα από τον ίδιο τον Απόλλωνα, που διεκδικεί από τον Θαμύρα τον έρωτα ενός νέου, του Υάκινθου. Η συγγραφέας διάλεξε την πρώτη εκδοχή, πιστεύοντας ότι πολλές σημερινές γυναίκες έχουν γνωρίσει τον δικό τους Θαμύρα, σε αίθουσες διδασκαλίας, χώρους συσκέψεων ή μέγαρα δικαιοσύνης ανά τον κόσμο.
the flower of kastania
It had been over a year since the Germans invaded Hellas, and the crushing weight of occupation suffocated the land. Every day, refugees from the cities fled to the countryside in hopes of escaping the famine and sickness that had turned Athens’ churchyards into mass graves. But even a mass grave costs money, and the death toll was so high and the people so poor that often those who died were left where they lay or thrown into the streets to rot.
So it was said, and the villagers of Kastania had no reason to doubt the haggard men and women who drifted through town like ghosts. Some stayed on for a day or a week or a month, working in the fields and gardens for whatever scraps the villagers could spare, but most continued on to a destination no one seemed able to name.
To young Chrysanthe Hatzoglou, the refugees were even more terrifying than the swaggering German soldiers. The soldiers, at least, were alive. The refugees made her think of vrykolakes, the undead ghouls that roamed the hills. But the refugees were invariably pale and gaunt, more like skeletons than people, and her brothers had assured her that vrykolakes were ruddy-complexioned and swollen with blood, nothing like the prosfyges who filled the road. The refugees were human—miserably, inescapably human.
The same could not be said of the Germans, at least not with any amount of conviction. The Germans had requisitioned the villagers’ livestock, their winter stores of grain and oil—anything, everything they could carry—and so many in Kastania had wasted away until there was nothing left. One of these was Maria Giorgiou’s new baby, who was too small to understand why her mother’s milk had run dry. Her spirit slipped away in the night, and no one could save her, not even Chrysanthe’s mother, who was a magissa.
Some said the magissa was more than a wise woman, more than a witch, even. They said Kiveli Hatzoglou was a neraida—a fairy. And why not? Her name was outlandish and pagan; her daughter was as wild as a hare. Her pale skin never burned, and in her inky black hair there was not a strand of gray to be found, though she was forty at least. It was clear to the villagers that Kiveli Hatzoglou was no ordinary woman.
But, despite her strangeness, or perhaps because of it, Kiveli’s skills had been in high demand before the Germans came. Women came to her door looking for healing tinctures and charms, or hoping to have their dreams unraveled and their fortunes told. But now the villagers regarded Kiveli with resentment and suspicion, for they believed that the magissa and her daughter ate better than the rest of them did. They were sure she had secret stores of food, or perhaps otherworldly arts that kept her strong.
Though the stares and muttered curses hurt, Chrysanthe could not deny that they were justified, in as much as the rumors were true. She and her mother did have hidden stores of food, and both Kiveli and Chrysanthe had an uncanny knack for finding nuts and berries and edible greens. But, Chrysanthe often thought—aggrieved, and with aching fingers or aching feet—there was nothing stopping the other villagers from doing as she and Kiveli did. They too could bury clay pots of preserved vegetables in the dead of night or trek hours into the mountains to gather food. What she and her mother ate, they earned. They didn’t spy on their neighbors and bear tales to the Germans, as some did. They weren’t collaborators.
Sometimes, though, Chrysanthe felt a twist of guilt in her belly—she knew it was guilt because it was sharper and deeper than the more familiar hunger pangs—and wondered if perhaps Kiveli had known what would happen, and if she had warned the villagers. Had she tried and been ignored? Or had she kept the knowledge to herself, the better to protect her own family? For it was undeniably true that Kiveli had started gathering and hiding food almost at once, long before anyone realized how much the Germans would take.
It seemed they had taken everything, these pale, watery devils. Even what they didn’t take with their hands and their guns, they took, or so it seemed to Chrysanthe. It was because of these Germans, after all, that her father and brothers were gone, lost, perhaps forever. Even Mihali, who was only three years older than Chrysanthe herself, had been judged old enough at fourteen to join the andartes in the mountains. Better to die fighting for freedom, he had said, than to live as a collaborator.
Her father hadn’t protested, nor had Kiveli. They knew that for young men there was no middle ground, no fine line they could walk between the andartes and the German’s Security Battalions. Though she missed all her brothers, and her father most of all, Chrysanthe didn’t cry or beg them to stay. Young as she was, she understood that staying meant choosing between death and dishonor. Mihali was right: it was better by far to join the andartes and preserve at least some possibility of keeping both body and soul intact.
She understood, but it was certainly easier to remember on some days than others. Today, for example, as she watched the andartes eat the bread and cheese she had brought them, she could not bear the thought of returning to a house that sheltered only her mother and her small self. She stared hard at the grubby rebels before her, as if she could mold their features into the familiar lines and planes of her brothers’ faces if only she concentrated hard enough.
“Kyrie,” Chrysanthe asked the group’s leader, looking him directly in the eyes—forgetting, as usual, to show a man proper respect. “Why do my father and brothers never come to hear my news? Why do they not come to see me? Have they died? Or have they forgotten me already?”
“Ah, poulaki mou,” the man said, shaking his head. “Of course they haven’t forgotten you. That’s why they mustn’t come here, don’t you see? How could they stand to leave you, time and time again? They meet instead with someone else’s daughters and sons, and so are not tempted to stay. Come, little bird, give me your news and I shall tell them how well you have served our cause.”
Chrysanthe dutifully recited the message she had memorized, giving the guerrilla what little information the villagers could glean: the number of soldiers in the village, how many trucks had passed through, what weapons had been given to the Security Battalions—whatever they could observe, for the only people who spoke German were the translators who had come with the army.
“My thanks, little bird,” the guerilla said. “And now I have some news for you.”
Chrysanthe listened carefully as the guerilla listed the names of men who had been killed or injured and repeated it all
back to him to be sure. She would give the names to her mother, who would pass the information along to the priest, who would in turn pass it to the men’s families.
Chrysanthe felt heavy as she set off for home, as if each name were a ball of lead weighing her down. She supposed the priest was the best person to spread the word, but she wished for the families’ sakes that they hadn’t turned against her mother. Father Lukas was cold and distant and haughty, and he would do nothing to soften the blow. Your husband has died, he would say, and he would do nothing to comfort Haralambos Simeonides’ wife of less than a year.
Chrysanthe remembered their wedding well. How Alexandra had glowed! She had been so happy, and so hopeful. Not everyone was as lucky as she, to be married to a kind and handsome young man like Haralambos. They had even gotten hold of a young calf somehow, and a small plot of land. But now Haralambos was gone—and so was the calf, for Alexandra had made an offering of it to the priest in hopes that God would protect her husband.
For some reason, it was the calf that lingered in Chrysanthe’s thoughts.
“Mama,” she said after she had given her mother the list of names. “Will Aleka get her calf back from the priest?”
“No, my love,” Kiveli said. “You can’t take back an offering to the church.”
“But Haralambos died,” Chrysanthe said, indignant. “She gave up the calf so that God would keep Haralambos safe, and God didn’t do it. She should get it back!”
“It doesn’t work like that, Chryssoula,” Kiveli said gently. “God doesn’t make bargains, this for that. It was foolish of her to make such an offering in the first place.”
Chrysanthe frowned. “Aleka isn’t a fool.”
“Alexandra isn’t,” Kiveli agreed. “But her mother is.”
“She should have her calf back,” Chrysanthe said again, a glimmer of an idea rising in her eyes. “It’s only right.”
“Leave it,” Kiveli said sharply. “You must do nothing to draw attention to us, Chrysanthe, do you understand? Something is coming. I can’t stop it, but if we’re careful and quiet, we might escape the worst.”