Book Read Free

The Roots Of Our Magic

Page 6

by Kassandra Flamouri


  Αν και τα βλέμματα και οι χαμηλόφωνες κατάρες την πονούσαν, η Χρυσάνθη δε μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι ήταν δικαιολογημένα, οι φήμες ήταν αληθινές. Είχαν κρυμμένα φαγώσιμα, και τόσο η Κυβέλη όσο και η Χρυσάνθη διέθεταν ένα παράξενο χάρισμα να βρίσκουν καρπούς, μούρα και φαγώσιμα χόρτα. Όμως, σκεφτόταν συχνά η Χρυσάνθη, μ’ ένα αίσθημα αδικίας, με πονεμένα πόδια της ή δάχτυλά, τίποτε δεν εμπόδιζε τους χωριανούς να κάνουν ότι έκανε αυτή και η μητέρα της. Θα μπορούσαν να θάβουν πήλινα βάζα γεμάτα συντηρημένα λαχανικά μέσα στη μαύρη νύχτα ή να περπατούν ώρες στα βουνά για να βρουν κάτι να φάνε. Ότι έτρωγαν, αυτή και η μητέρα της, το είχαν κερδίσει άξια. Δεν κατασκόπευαν τους γείτονες για να τους καταδώσουν στους Γερμανούς, όπως έκαναν κάποιοι άλλοι, δεν ήταν δωσίλογοι.

  Κάποιες φορές, όμως, η Χρυσάνθη ένιωθε μια σουβλιά ενοχής στα σπλάχνα της – ήξερε ότι ήταν από την ενοχή γιατί ήταν πιο βαθιά και πιο έντονη από τα τσιμπήματα της πείνας που είχε πια συνηθίσει – και αναρωτιόταν αν η Μητέρα ήξερε τι θα συνέβαινε, και αν είχε προειδοποιήσει τους χωριανούς. Δοκίμασε να το κάνει και την αγνόησαν; Ή κράτησε αυτή την γνώση μέσα της για να προστατέψει την δική της οικογένεια; Γιατί η αλήθεια είναι ότι η Μητέρα είχε αρχίσει να μαζεύει και να κρύβει φαγώσιμα σχεδόν αμέσως, πολύ πριν συνειδητοποιήσει κανείς πόσα θα έπαιρναν τελικά οι Γερμανοί.

  Γιατί τα πήραν όλα αυτοί οι χλωμοί, ασπρουλιάρηδες δαίμονες, έτσι ένιωθε η Χρυσάνθη. Ακόμη και ότι δεν πήραν με την βία και με την απειλή των όπλων, στην ουσία το πήραν. Λόγω των Γερμανών έφυγαν ο πατέρας της και ο αδελφός της, ίσως για πάντα. Ακόμη και ο Μιχάλης, μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερός της, κρίθηκε αρκετά μεγάλος, στα δεκατέσσερά του, για να ανέβει στα βουνά με τους αντάρτες. Καλύτερα να πεθάνει πολεμώντας για την λευτεριά, έτσι έλεγε, παρά να ζήσει σαν δωσίλογος.

  Ο Πατέρας δεν διαμαρτυρήθηκε, ούτε η Μητέρα. Ήξεραν ότι για τους νέους δεν υπήρχε άλλος δρόμος, έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στους αντάρτες και στα Γερμανικά Τάγματα Ασφαλείας. Αν και της έλειπαν τ’ αδέλφια της και κυρίως ο πατέρας της, η Χρυσάνθη δεν έκλαψε, δεν τους παρακάλεσε να μείνουν. Αν και ήταν μικρή ακόμα, κατάλαβε ότι αν έμεναν θα έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στον θάνατο και την ατίμωση. Ο Μιχάλης είχε δίκιο: πολύ καλύτερα να ενωνόταν με τους αντάρτες, όπου θα είχε τουλάχιστον κάποια πιθανότητα να κρατήσει ακέραια την ψυχή και το σώμα του.

  Είχε καταλάβει τότε, αλλά κάποιες μέρες ήταν πιο δύσκολο να θυμηθεί τον λόγο. Σήμερα, για παράδειγμα, καθώς κοιτούσε τους αντάρτες να τρων το ψωμοτύρι που τους έφερε, δεν μπορούσε ν’ αντέξει την σκέψη ότι θα γύριζε σε ένα σπιτικό που στέγαζε μόνο τη μάνα της και την ίδια, ένα κοριτσάκι. Κοιτούσε επίμονα τους βρώμικους άντρες, σα να μπορούσε, αν συγκεντρωνόταν αρκετά, να πλάσει τα πρόσωπά τους και να δει μπροστά της τα οικεία χαρακτηριστικά των αδελφών της.

  «Κύριε», ρώτησε η Χρυσάνθη τον αρχηγό της ομάδας, κοιτώντας τον ευθεία στα μάτια, και ξεχνώντας ως συνήθως να του δείξει τον σεβασμό που έπρεπε. «Γιατί δεν έρχονται ο πατέρας μου και τ’ αδέλφια μου να μάθουν τα νέα μου; Γιατί δεν έρχονται να με δουν; Πέθαναν; Ή με ξέχασαν κιόλας;»

  «Βρε, πουλάκι μου», είπε ο άντρας, κουνώντας το κεφάλι του. «Φυσικά και δεν σε ξέχασαν. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να έλθουν, δεν το καταλαβαίνεις; Πως να αντέξουν να σε αφήνουν ξανά και ξανά; Δεν βλέπουν εσένα, βλέπουν κάποιου άλλου τα παιδιά και έτσι δεν παρασύρονται να αφήσουν τα βουνά. Έλα, πουλάκι μου, πες μου τα νέα σου και εγώ θα τους πως πόσο γενναία υπηρετείς τον σκοπό μας».

  Η Χρυσάνθη απήγγειλε το μήνυμα που είχε αποστηθίσει, όπως ήταν το καθήκον της, δίνοντας στους αντάρτες τις λίγες πληροφορίες που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν οι χωριανοί: πόσοι στρατιώτες βρίσκονταν στο χωριό, πόσα φορτηγά πέρασαν, τι όπλα δόθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, ότι μπορούσαν να παρατηρήσουν, γιατί οι μόνοι που μιλούσαν γερμανικά ήταν οι μεταφραστές, που είχαν έλθει με τον στρατό.

  «Σ’ ευχαριστώ, πουλάκι μου», είπε ο αντάρτης. «Και τώρα θα σου πω εγώ μερικά νέα».

  Η Χρυσάνθη άκουγε προσεκτικά, καθώς ο αντάρτης απαριθμούσε τα ονόματα εκείνων που είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί, και του τα επανέλαβε για να σιγουρευτεί. Θα έλεγε τα ονόματα αυτών των αντρών στη μητέρα της, που θα τα μεταβίβαζε στον παπά, ο οποίος με την σειρά του θα ενημέρωνε τις οικογένειές τους.

  Η Χρυσάνθη ένιωσε ένα βάρος καθώς ξεκίνησε για το σπίτι της, σαν να ήταν κάθε όνομα ένα βαρίδι. Καταλάβαινε ότι ήταν καλύτερα να ανακοινώσει τα νέα ο παπάς, αλλά ευχόταν για το καλό των οικογενειών τους να μην είχαν στραφεί εναντίον της μητέρας της. Ο παπα – Λουκάς ήταν ψυχρός, απόμακρος και ακατάδεκτος, και δεν θα προσπαθούσε καθόλου να αμβλύνει το χτύπημα. Ο άντρας σου πέθανε, θα έλεγε και δεν θα έκανε καμιά κίνηση να παρηγορήσει την γυναίκα που είχε παντρευτεί τον Χαράλαμπο Σιμεωνίδη, πριν ένα χρόνο και λιγότερο.

  Η Χρυσάνθη θυμόταν καλά τον γάμο τους. Πως έλαμπε η
Αλεξάνδρα! Ήταν τόσο ευτυχισμένη, τόσο γεμάτη ελπίδες. Δεν ήταν όλες τυχερές σαν κι αυτήν, που παντρεύτηκε έναν ευγενικό και όμορφο νέο σαν τον Χαράλαμπο. Απέκτησαν με κάποιο τρόπο και ένα μοσχαράκι και ένα μικρό κομμάτι γης. Αλλά ο Χαράλαμπος δεν ήταν εδώ πια, ούτε και το μοσχάρι, γιατί η Αλεξάνδρα το είχε τάξει στον παπά, για να προστατεύει ο Θεός τον άντρα της.

  Για κάποιο λόγο, το μοσχαράκι δεν έφευγε από τις σκέψεις της Χρυσάνθης.

  «Μητέρα», είπε μόλις τέλειωσε την απαγγελία των ονομάτων. «Η Αλέκα θα πάρει πίσω το μοσχαράκι από τον παπά;»

  «Όχι, αγάπη μου», είπε η Κυβέλη. «Δεν παίρνεις πίσω ένα τάμα από την εκκλησία».

  «Αλλά ο Χαράλαμπος πέθανε», είπε αγανακτισμένη η Χρυσάνθη. «Έδωσε το μοσχάρι για να προφυλάξει τον Χαράλαμπο, αλλά ο Θεός δεν το έκανε. Θα έπρεπε να το πάρει πίσω».

  «Δεν πάει έτσι, Χρυσούλα», είπε απαλά η Κυβέλη. «Ο Θεός δεν κάνει παζάρια, δώσε αυτό, πάρε αυτό. Ήταν δική της βλακεία που έκανε τέτοιο τάμα».

  Η Χρυσάνθη συνοφρυώθηκε. «Η Αλέκα δεν είναι χαζή».

  «Η Αλεξάνδρα όχι», συμφώνησε η Κυβέλη. «Αλλά η μητέρα της ναι».

  «Θα έπρεπε να ξαναπάρει το μοσχάρι της», είπε ξανά η Χρυσάνθη, και η σπίθα μιας ιδέας φάνηκε στα μάτια της. «Αυτό είναι το δίκαιο».

  «Ξέχνα το», είπε απότομα η Κυβέλη. «Δεν πρέπει να κάνεις το παραμικρό που θα τραβήξει πάνω μας την προσοχή, το καταλαβαίνεις Χρυσάνθη; Κάτι πλησιάζει. Δε μπορώ να το σταματήσω, αλλά αν είμαστε προσεκτικές και σιωπηλές, μπορεί ν’ αποφύγουμε τα χειρότερα».

  «Αλλά…»

  «Όπως και να ‘χει το μοσχάρι το σφάξανε μάλλον, για το τραπέζι του παπά ή για τους Γερμανούς».

  «Τους μισώ», φώναξε η Χρυσάνθη. «Γιατί δε μπορείς να τους διώξεις;»

  «Δεν μπορώ να κάνω κάτι τόσο μεγάλο, χρυσή μου», είπε η Μητέρα. «Όπως δε μπορώ να γκρεμίσω κι αυτό το βουνό. Κοιμήσου τώρα, Χρύσα. Έκανες ότι μπορούσες, δεν ισχύει αυτό για όλους εδώ».

  Η Χρυσάνθη κείτονταν στην ψάθα της, αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν. Ήταν πολύ στενοχωρημένη για την Αλεξάνδρα Σιμεωνίδου, αλλά και για τον εαυτό της. Πίστευε πως μπορεί η Αλέκα να θέλει να παίξει ξανά μαζί της αν ξανάβρισκε το μοσχαράκι της. Είχε πολύ πλάκα η Αλέκα, πριν αρχίσει να επιμένει η μητέρα της ότι ήταν πια πολύ μεγάλη για παιχνίδια, ειδικά με την παράξενη κόρη της μάγισσας. Ούτως ή άλλως, η Αλέκα μάλλον δεν θα ήθελε να παίξει, τώρα που ο Χαράλαμπος είχε φύγει.

  Με τέτοιες σκέψεις να στροβιλίζονται στο μυαλό της, ήταν φυσικό να είναι τα όνειρα της Χρυσάνθης σκοτεινά και ταραγμένα. Ξύπνησε το πρωί με πρησμένα, τσιμπλιασμένα μάτια και μια ομίχλη στο μυαλό, και για δυο μέρες κάθισε στο σπίτι για να μην διακινδυνεύσει να δει την Αλεξάνδρα στο χωριό. Ένιωθε αόριστα υπεύθυνη για τον πόνο της Αλέκας, παρ’ όλο που η μητέρα της την βεβαίωνε ότι είναι πολύ ανόητο να κατηγορεί τον εαυτό της για την αχρειότητα των Γερμανών.

  Την τρίτη μέρα, η Κυβέλη σχεδόν πέταξε την Χρυσάνθη έξω από το σπίτι, είχε βαρεθεί να την έχει συνέχεια μέσα στα πόδια της. Η Χρυσάνθη σκαρφάλωσε τον λόφο, πέρα από την ακανόνιστη γραμμή που σχημάτιζαν τα καλύβια του χωριού, ανυπομονούσε να φτάσει στην ασφάλεια και τη μοναξιά των βουνών. Στην ψηλότερη κορυφή, σταμάτησε και κοίταξε με θυμό τα φορτηγά των Γερμανών και τα έρημα χωράφια στην κοιλάδα. Ετοιμαζόταν να επιστρέψει, αλλά κοντοστάθηκε, το βλέμμα της έπεσε στο σπίτι της Ελένης Τιρεκίδου. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά τι;

  H Χρυσάνθη γύρισε διστακτικά πίσω και κρύφτηκε πίσω από τις χαμηλές βελανιδιές, έξω από τον στάβλο όπου η Ελένη έκλεινε τα γελάδια της. Ακούγονταν φωνές από μέσα. Η Χρυσάνθη έμεινε εντελώς ακίνητη, γιατί οι φωνές ήταν βαθιές και στριγκιές, σαν γαβγίσματα σκύλων… ήταν Γερμανοί.

  «Σας παρακαλώ, δεν ξέρω, δεν ξέρω, παρακαλώ σταματήστε…»

  Ένα πλαδαρό, σάρκινο παφ σταμάτησε την αγωνιώδη κραυγή της Ελένης. Η Χρυσάνθη για μια στιγμή δεν άκουγε τι απαντούσαν οι Γερμανοί, τόσο δυνατά βροντούσε η καρδιά της. Όμως προσπάθησε να συγκεντρωθεί στις λέξεις του Γερμανού μεταφραστή, ενός μικροκαμωμένου κόλακα που τον έλεγαν Βασίλη, και μιλούσε άγρια, σχεδόν όσο κι οι Γερμανοί.

  «Που έχει πάει ο άντρας σου;» ρώτησε ο Βασίλης. «Πες την αλήθεια, γυναίκα, πήγε να βρει αυτούς τους κακούργους στα βουνά, σωστά;»

  «Δεν ξέρω», είπε με αναφιλητά η Ελένη, η φωνή της ακουγόταν παράξενα υπόκωφη. «Δεν ξέρω, έφυγε, αυτό μόνο…»

  Ποτάμια δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της Χρυσάνθης, αλλά δεν τα ένιωθε. Το πρόσωπό της, τα χέρια της, όλο της το σώμα είχε μουδιάσει από την φρίκη αυτού που ήξερε ότι συνέβαινε στον στάβλο. Άκουγε τα κόκαλα της Ελένης να σπάνε και την σάρκα της να σκίζεται σαν ώριμο δαμάσκηνο. Και το αίμα… το μύριζε, το άκουγε να στάζει στο πάτωμα.

  Μάνα, βοήθησέ με. Σε χρειάζομαι. Μάνα, έλα γρήγορα.

  Οι λέξεις στροβιλίστηκαν απελπισμένα στο μυαλό της Χρυσάνθης, και πέταξαν μακριά, στον ουρανό, ενώ η Χρυσάνθη βούτηξε στα χορτάρια. Ζάρωσε τρέμοντας μέσα στα πεσμένα φύλλα, μέχρι που η μητέρα τ�
�ς βρέθηκε ξαφνικά μαζί της, ακουμπώντας απαλά το χέρι της στην πλάτη της Χρυσάνθης.

  «Έφυγαν», είπε η Κυβέλη. «Σήκω τώρα, αγάπη μου».

  Η Χρυσάνθη σηκώθηκε στα πόδια της σιγοκλαίγοντας και ακολούθησε σκοντάφτοντας τη μητέρα της που χώθηκε στον σκοτεινό στάβλο. Η Χρυσάνθη δίστασε στην πόρτα, την φόβιζε η ακίνητη, σκοτεινή μορφή που ήταν κουλουριασμένη στα πόδια τους, χωμένη στην κοπριά. Δεν άντεχε να βλέπει την Ελένη έτσι, αλλά δεν θα άντεχε ούτε να δει τις πληγές της στο φως.

  «Χρυσάνθη», είπε απότομα η Κυβέλη. «Βοήθησέ με».

  Η Χρυσάνθη ξεροκατάπιε και προχώρησε, υπακούοντας ασυνείδητα στην διαταγή της Κυβέλης. Μαζί έσυραν την Ελένη έξω από τον στάβλο και την έβαλαν στο σπίτι, όπου η Μητέρα έβαλε αμέσως ένα καζάνι νερό να βράσει στη φωτιά.

  «Τρέξε στο σπίτι και φέρε τα βότανα», είπε η Κυβέλη. «Αγριαψιθιά, σύμφυτο, λεβάντα, σκόρδο, κρεμμύδι, άρνικα… και μην ξεχάσεις το λάχανο. Τρέξε, Χρυσούλα, γρήγορα!»

  Η Χρυσάνθη όρμησε έξω από το σπίτι, γρήγορη σαν λαγός και δεν σταμάτησε μέχρι που έφτασε στον κήπο της. Στενοχωρήθηκε λίγο όταν έκοψε το τελευταίο τους λάχανο, αλλά μάζεψε ότι χρειαζόταν και γύρισε, λαχανιασμένη, στο πλευρό της μητέρας της.

 

‹ Prev