The Roots Of Our Magic
Page 18
Με βαριά καρδιά και μια στενάχωρη σύσπαση στο στομάχι του, ο Ευτύχιος γύρισε στο δωμάτιό του. Εκεί, κατάρρευσε μπρούμυτα στο κρεβάτι και έμεινε ακίνητος για αρκετά λεπτά, επαναλαμβάνοντας νοερά την συζήτηση. Μήπως τον είχε απορρίψει; Δεν ήξερε πως θα έδινε τροφή στον λαό του αν δε μπορούσε ν’ αγοράσει εφόδια με το χρυσάφι από την προίκα της Κέλια. Η όλη στιχομυθία θα είχε κρατήσει ένα τέταρτο, το πολύ. Το σίγουρο είναι ότι, σε όλη την ιστορία της Κορφείας, κανείς άλλος βασιλιάς δεν την είχε οδηγήσει τόσο γρήγορα στην καταστροφή.
Θα μπορούσε να ζητήσει επιπλέον βοήθεια από το Ντάνφελ ή το Μόρλαν, αλλά δεν του πολυάρεσε η ιδέα να περάσει τα επόμενα δέκα χρόνια βουτηγμένος στα χρέη. Οι φίλοι του μπορεί να έλεγαν διαρκώς ότι θέλουν να ανταποδώσουν στους κατοίκους της Κορφείας την συνεισφορά τους στο πεδίο της μάχης, αλλά δεν είναι το ίδιο ένα χρέος τιμής και ένα χρέος σε στάρι.
Ένα βιαστικό χτύπημα στην πόρτα τον τράβηξε από αυτή την ζοφερή ματιά στο μέλλον. Με έναν στεναγμό, σηκώθηκε και επέτρεψε την είσοδο με μια φωνή. Ένας υπηρέτης εμφανίστηκε και υποκλίθηκε με χάρη.
«Ο Βασιλιάς Δάρων επιθυμεί μια συνάντηση μαζί σας, Κύριε», είπε ο άντρας. «Να σας οδηγήσω στο γραφείο του;»
«Ευχαριστώ», είπε ευγενικά ο Ευτύχιος, αν και το μόνο που ήθελε ήταν να πετάξει κάτι σκληρό στο κεφάλι του υπηρέτη.
Ίσως να είναι καλύτερα έτσι, προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Ίσως στην Κορφεία αξίζει περισσότερο μια βασίλισσα που να έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κορφεία. Ίσως… ίσως τίποτε. Η Κέλια ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να κάνει για την χώρα του και η Κορφεία άξιζε το καλύτερο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τη μεταπείσει. Η γοητεία του δεν ήταν αμελητέα, τελικά, αν και σπάνια την χρησιμοποιούσε και σίγουρα θα είχε χάσει την αιχμή της. Για το καλό της πατρίδας του, σίγουρα θα τα κατάφερνε.
***
Ο Ευτύχιος στάθηκε έξω από το γραφείο του Δάρωνα και πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας σα να ετοιμαζόταν για μάχη. Και σχεδόν ευχόταν να πήγαινε στη μάχη. Έτσι που είχαν τα πράγματα, θα προτιμούσε να αντιμετωπίσει ολόκληρη στρατιά παρά να περάσει αυτή την πόρτα. Στα είκοσι πέντε χρόνια της ζωής του, πως και δεν του είπε κανένας ότι η πιο τρομακτική δοκιμασία που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει ένας άντρας δεν είναι η μάχη αλλά ο γάμος; Ένιωθε εξαπατημένος – προδομένος – από κάθε παντρεμένο που είχε γνωρίσει.
Πολύ πριν να νιώσει έτοιμος, η πόρτα άνοιξε για να αποκαλύψει το μόνο πρόσωπο που έλπιζε να μην δει ο Ευτύχιος. Η Κέλια χαμογέλασε με το ονειροπόλο της χαμόγελο – λίγο ανατριχιαστικό, αυτή την στιγμή – και πισωπάτησε για να τον αφήσει να μπει στο γραφείο. Ο πατέρας της καθόταν, σκυμμένος πάνω από μια κούπα με κρασί, σε ένα τραπεζάκι στρωμένο για τρεις. Ο Ευτύχιος υποκλίθηκε στον βασιλιά και την πριγκίπισσα, προσπαθώντας να συγκρατήσει τις σκέψεις του.
«Βασιλιά Δάρων…»
«Άσε τα αυτά», είπε ο Δάρων, γνέφοντας ανέμελα. «Κάθισε, φίλε, πιες κάτι. Φαίνεται ότι το χρειάζεσαι. Και εσύ, παιδί μου. Κάθισε. Εκνευρίζεις τον Ευτύχιο».
Η Κέλια κάθισε με χάρη στο πλευρό του Ευτύχιου. Δεν είχε κάνει μπάνιο ούτε είχε αλλάξει ρούχα ακόμη… μπορούσε μάλιστα να μυρίσει τα φύκια στα μαλλιά της. Ακόμη κι έτσι, κατά κάποιο τρόπο έδειχνε πιο γαλαζοαίματη από κάθε άλλον στο δωμάτιο. Η Κέλια τον κοίταξε με τα ασημένια μάτια της και του χτύπησε ελαφρά το χέρι, χαμογελώντας καθησυχαστικά. Αυτός δεν καθησύχασε όμως διόλου.
«Επιθυμείς ακόμη να παντρευτείς την θυγατέρα μου;» ρώτησε ο Δάρων και τα μάτια του Ευτύχιου στράφηκαν στο πρόσωπο του φίλου του.
«Ορίστε;»
«Θέλεις να παντρευτείς την Κέλια;», επανέλαβε υπομονετικά ο Δάρων.
«Εγώ… ναι θέλω», είπε ο Ευτύχιος, προσπαθώντας να μην ακουστεί ντροπαλός. «Αλλά, νόμισα…»
«Η κόρη μου λέει ότι δεν έχει αντίρρηση να γίνετε ζευγάρι», είπε ο Δάρων με ένα ελαφρύ σμίξιμο των φρυδιών. «Αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι αισθάνομαι κάπως άβολα…»
Κι εγώ το ίδιο, σκέφτηκε ο Ευτύχιος.
«Θα φύγω από την Αλσαία κάποια μέρα, Πατέρα», είπε αποφασιστικά η Κέλια. «Πρέπει να παντρευτώ, το ξέρω. Η γυναίκα του Γόρτιου ήδη έχει αναλάβει τις περισσότερες δουλειές στο σπίτι. Σε λίγο δεν θα έχω τι να κάνω εδώ, μονάχα θα μπλέκω στα πόδια σας».
«Κέλια! Παραλογίζεσαι. Αν γι’ αυτό θέλεις να παντρευτείς τον Ευτύχιο…»
«Θέλεις να ζήσω τις υπόλοιπες μέρες μου εδώ, στο κάστρο σου;» ρώτησε. «Μια άτεκνη γεροντοκόρη; Ή να γίνω γυναίκα του Ναού και να γεννήσω παιδιά που άλλοι θα αναθρέψουν; Δεν θέλω τέτοια ζωή, Πατέρα. Ο Ευτύχιος είναι ένας σωστός άντρας, σοβαρός και δυνατός. Είναι βασιλιάς, και ως βασίλισσά του ποτέ δεν θα χρειαστεί να κάνω δουλειά άξια λόγου. Είναι σωστό ζευγάρωμα».
Με μεγάλη προσπάθεια, ο Ευτύχιος κατέπνιξε την ανάγκη να καθαρίσει τον λαιμό του ή να αλλάξει θέση. Πάντα γνώριζε ότι ήταν καθήκον του να προσφέρει έναν διάδοχο στον θρόνο, ένα παιδί που θα ερχόταν είτε από δικό του σπόρο ή από την χάρη τ�
�υ Ναού. Δεν το είχε πολυσκεφτεί. Αλλά τώρα, που η υποψήφια μητέρα αυτού του παιδιού καθόταν μπροστά του, το φάντασμα της πατρότητας πλανήθηκε πάνω του σαν σκιά – ή σαν τσεκούρι.
Ακόμη κι έτσι, το βλέμμα του ταξίδεψε χαμηλά, στην καμπύλη της μέσης της Κέλιας και στάθηκε στα χέρια της, που είχε σταυρώσει προσεκτικά στην ποδιά της. Πως θα φαινόταν αυτή η μέση, αν στρογγύλευε και έσφυζε από νέα ζωή; Μια σκέψη εξίσου συναρπαστική και ανησυχητική. Ή πάλι όχι ακριβώς εξίσου. Ο Ευτύχιος τινάχτηκε και έστρεψε την προσοχή του στον Δάρωνα.
«Αγαπούσα πολύ τη μητέρα σου». Ο Δάρων κράτησε το χέρι της κόρης του. «Είχα την ελπίδα…»
«Δεν έχω χαρίσει πουθενά την καρδιά μου», είπε η Κέλια, και τα χλωμά μάγουλά της ρόδισαν ελάχιστα. «Ούτε και ο Ευτύχιος, νομίζω, και είναι ευγενικός και όμορφος. Η αγάπη άνθισε σε πολύ πιο άγονα χώματα».
Ο Ευτύχιος ένιωσε ότι κοκκίνιζε κι αυτός. Για μια στιγμή οι ματιές τους συναντήθηκαν και ένιωσε μια ζεστασιά να απλώνεται στον λαιμό του, το στέρνο του, και παρακάτω. Και μετά τράβηξε το βλέμμα της και ο Ευτύχιος ένιωσε να χάνει την ισορροπία του, σα να είχε ξαφνικά τραβηχτεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του.
«Αν αυτή είναι η θέλησή σου, κόρη μου, έτσι θα γίνει». Ο Δάρων χτύπησε απαλά το χέρι της και το άφησε αναστενάζοντας. «Εσύ τι λες, Ευτύχιε;»
«Με τιμά η πριγκίπισσα», είπε ο Ευτύχιος σταθερά, αν και ιδρώτας έσταζε από τα φρύδια του. «Θα προσπαθήσω να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης της».
«Είστε τόσο ευγενικός», μουρμούρισε η Κέλια με ένα αινιγματικό χαμόγελο. «Αν το επιτρέπετε, Πατέρα, θα αποχωρήσω. Πρέπει να ντυθώ για την γιορτή».
Η πριγκίπισσα σηκώθηκε και όρμησε έξω από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω της μια οσμή από φύκια και μια άδεια σιωπή. Ο Ευτύχιος χύθηκε στην καρέκλα του, νιώθοντας παράξενα άδειος. Η Πριγκίπισσα της Αλσαίας ήταν δική του και η χώρα του ασφαλής; Τότε γιατί ένιωθε πιο ανήσυχος από πριν;
«Λοιπόν», είπε ο Δάρων με νόημα.
Ο Ευτύχιος κοίταξε πάνω σκεφτικά. «Λοιπόν;»
«Τι θα κάνεις με τη μελλοντική βασίλισσά σου;» ρώτησε ο Δάρων, με μια σπίθα στα μάτια.
«Ανάθεμά με αν ξέρω», είπε ο Ευτύχιος χωρίς να το σκεφτεί και ανακουφίστηκε όταν άκουσε τον φίλο του να γελά με όλη την καρδιά του. «Είναι πολύ…»
«Διαφορετική;» πρότεινε ο Δάρων ανασηκώνοντας το ένα φρύδι.
«Ναι», συμφώνησε ο Ευτύχιος. «Διαφορετική».
«Έτσι ήταν κι η μάνα της». Ο Δάρων γέλασε μελαγχολικά. «Τη μέρα του γάμου μου ένιωσα ότι πήγαινα με το άτι μου για να παλέψω με έναν δράκο. Αλλά μην ανησυχείς φίλε, είναι φυσικό αυτό. Ένας άντρας, ειδικά όταν είναι βασιλιάς, έχει ανάγκη μια γυναίκαι για να παραμείνει ταπεινός».
«Σ’ αυτό έχει ταλέντο, αναμφίβολα», είπε ο Ευτύχιος. «Ελπίζω μόνο να φερθεί με ευγένεια στον φουκαρά τον βασιλιά και στο σπιτικό του».
«Όσο γι’ αυτό…» το χαμόγελο του Δάρων κάπως ξεθώριασε. «Ευτύχιε, είδες ότι δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες, και δε μιλάμε εδώ για απλή ιδιοτροπία. Πηγαίνει όπου θέλει, μην προσπαθήσεις να την περιορίσεις στο σαλόνι σου. Και τι δεν προσπάθησα, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να στενοχωρηθώ. Είναι… αυτή που είναι, και θα πρέπει ή να την δεχτείς ή να την αφήσεις. Ήδη σε έχω σαν παιδί μου, σε λίγο θα είσαι και τυπικά γιος μου, αλλά αν δω ότι δεν την κάνεις ευτυχισμένη θα την φέρω πίσω στο σπίτι και δε με νοιάζουν οι γαμήλιοι όρκοι».
Ο Ευτύχιος συνοφρυώθηκε: «Η περιοχή του Σκαϊλάντ είναι επικίνδυνη, άρχοντά μου. Υπάρχουν ακόμη εστίες ληστών και αγρίων, που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Δεν θα αφήσω την γυναίκα μου να τριγυρίζει χωρίς προστασία».
«Η Κέλια μπορεί να υπερασπιστεί άξια τον εαυτό της και είναι αρκετά έξυπνη ώστε να γνωρίζει πότε δεν είναι σε θέση να το κάνει», είπε σταθερά ο Δάρων. «Προσπάθησα σκληρά για να το καταφέρω αυτό, ειδικά από την στιγμή που συνειδητοποίησα ότι κάθε προσπάθεια να την περιορίσω ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία ή, ακόμη χειρότερα, σε καταστροφή. Για άλλη μια φορά σε προειδοποιώ, Ευτύχιε, και ελπίζω να μην χρειαστεί να ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό. Δεν είναι ένα υπάκουο σκυλάκι και δεν θα ζήσει για πολύ μέσα σε ένα κλουβί, ακόμη κι αν είναι χρυσό».
Ο Ευτύχιος έδωσε μια μάχη μέσα του, για αρκετή ώρα, και έπειτα αναστέναξε. «Μου ήλθε στο μυαλό κάτι που έλεγε ο πατέρας μου».
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε σκεφτικά ο Δάρων.
«Με προειδοποιούσε πάντα να μην δίνω διαταγές που ξέρω ότι δεν θα εισακουσθούν», είπε ο Ευτύχιος με ένα στραβό χαμόγελο. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμβουλή του θα μου φανεί χρήσιμη τα επόμενα χρόνια».
«Ακριβώς έτσι, φίλε μου», γέλασε ανακουφισμένος ο Δάρων. «Έλα, είναι πια ώρα να πάμε στο γλέντι».
Ο Ευτύχιος ακολούθησε τον φίλο του στην αίθουσα του συμποσίου, περιμένοντας ένα νόστιμο, αναζωογονητικό γεύμα. Απογοητεύτηκε όταν δεν τον σέρβιραν βοδινό κρέας και μπύρα, αλλά τουλάχιστον επτά διαφορετικά είδη ψαριών και κάποια πλάσματα που έμοιαζαν με γιγάντια έντομα. Χρειάστηκε συνδυασμ
ένη προσπάθεια από τον Δάρων και τους γιους του για να τον πείσουν ότι αυτά τα πράγματα τρώγονταν. Αν και το κρέας ήταν νόστιμο και γλυκό, τα πλοκάμια και οι δαγκάνες τους δεν τον άφηναν να απολαύσει το φαγητό του. Για να αποσπάσει το μυαλό του από τα κοκαλιάρικα πλευρά μέσα στο πιάτο του, ρώτησε για την πριγκίπισσα.
«Ακόμη δεν γύρισε;» ρώτησε θορυβημένος ο Γόρτιος. «Πατέρα, νόμιζα…»
«Όχι, όχι, γύρισε», βιάστηκε να τον καθησυχάσει ο Ευτύχιος. «Μίλησε νωρίτερα μαζί της. Αναρωτιέμαι απλά γιατί δεν έφτασε ακόμη… εννοώ στο γλέντι. Είπε ότι θα πήγαινε ν’ αλλάξει».
«Πάντα αργοπορεί». Ο Γόρτιος ανασήκωσε τους ώμους. «Ο Θεός ξέρει γιατί αργεί τόσο πολύ, και δεν φταίει το ντύσιμο. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα ωραία ρούχα».
«Ή παπούτσια», μουρμούρισε ο Ευτύχιος.
«Ή παπούτσια», συμφώνησε ο Γόρτιος, χαμογελώντας εγκάρδια. «Ο Πατέρας δέχτηκε αυτό που του ζήτησες, έτσι;»
«Το δέχτηκε», είπε ο Ευτύχιος. «Θα είναι τιμή μου να παντρευτώ την αδελφή σας».
«Από αδελφοί στα όπλα θα γίνουμε αληθινοί αδελφοί», φώναξε ο Ριταίος, σηκώνοντας το ποτήρι με το κρασί με τόσο ενθουσιασμό, που λίγο κύλησε στο πλάι. «Πως σου φαίνεται αυτό;»